Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Παπά – Θύμιος Βλαχάβας : Η ζωή , οι αγώνες και η θυσία του για την λευτεριά και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους !!!

Γρηγόρης Γ. Καλύβας
Γρηγόρης Γ. Καλύβας
31 Μαΐου 2020, 08:35
Μια εξέχουσα μορφή του εθνικοαπελευθερωτικού  αγώνα  κατά την προεπαναστατική  περίοδο  είναι αναμφισβήτητα  ο  εκ Βλαχάβας  εθνομάρτυρας  παπά – Θύμιος Βλαχάβας ο οποίος  στον ένα χέρι κρατούσε τον σταυρό και στο άλλο το καριοφίλι  αναλώνοντας την ζωή του  στην πίστη  και στον αγώνα  για την αποτίναξη  του τουρκικού  ζυγού . Αγώνα  στον οποίο πρόσφερε τα πάντα , ακόμα και  αυτήν την ίδια του τη ζωή περνώντας έτσι στο πάνθεον της ιστορίας ως μια ηρωική μορφή  που έσπειρε τον σπόρο  της λευτεριάς που άνθησε και κάρπισε αργότερα (1821) φέρνοντας την πολυπόθητη λευτεριά και την σύσταση του νεώτερου Ελληνικού κράτους  .
Φλογερός και ακατάβλητος πατριώτης ο Παπα- Θύμιος ζούσε και ανέπνεε με τον άσβεστο μέσα στα μύχια της υπάρξεώς του πόθο της απελευθερώσεως του υπόδουλου Γένους των Ρωμηών και προς τούτο ήταν έτοιμος να εγείρει το αρματολίκι εναντίον των Οθωμανών. Ο ίδιος ετρέφετο πνευματικά με την μελέτη του ιστορικού πονήματος «Χρονογράφος», με τους χρησμούς της «Βυζαντίδος», του
Αγαθαγγέλου και της Ιεράς Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μεταλαμπαδεύοντας την άσβεστη φλόγα που κατέκαιε τα σωθικά του και στους υπόδουλους ραγιάδες για να μη πεθάνει ποτέ η ελπίδα της αναστάσεως του ρωμαίηκου Γένους μέσω της επαναστάσεως και της βοήθειας του «ξανθού γένους», ήτοι των ομοδόξων Ρώσων, στους οποίους πάντοτε προσέβλεπε.
Στο σημείο αυτό άξια μνείας είναι τα όσα αναφέρει ο αείμνηστος Δημήτριος Ζ. Σοφιανός γράφοντας ότι: «αναφερομένοι σε πατριωτικές και εθνικές ενέργειες κληρικών της Επισκοπής Σταγών, θα πρέπει να σταθούμε  στη δράση του φλογερού Ιερωμένου, του καρτερόψυχου Παπα-Θύμιου Βλαχάβα (+1809) και των μετεωρίτικων γενικότερα μοναστηριών. Ο Παπα-Θύμιος, ο θρυλικός «αετιδεύς των Χασίων», έχοντας ως καταφύγιο και ορμητήριο των πολεμικών ενεργειών του τη Μονή του Αγίου Δημητρίου των Μετεώρων, λόγω της στρατηγικής της κυρίως θέσεως, διεξήγε τον αγώνα κατά των Τούρκων και των Αλβανών του Αλή Πασά, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του ιθ΄ αιώνα..».
Η ακριβής χρονολογία  γέννησής του είναι άγνωστη . Ωστόσο  , σύμφωνα με ιστορικές πηγές , θα πρέπει να τοποθετηθεί  γύρω στα 1770. Ο πατέρας του, Αθανάσιος Βλαχάβας, ήταν αρματολός στα Χάσια  (περιοχή που περιλάμβανε  την έκταση μεταξύ Καλαμπάκας και Γρεβενών και κατά  τον Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780. Ο Ευθύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ’ όπου και το παπά-θύμιος  με το οποίο έμεινε γνωστός) και ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε  το αρματολίκι των Χασίων.
Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν: «…Σ’ αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με τον σύντροφο του Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και Αχελώου. Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες… Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους… Οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες…».
Ο Ευθύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα , χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά. Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της εθνικής χειραφέτησης.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων. Στη ναυτική μοίρα των Ρώσων έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές, ενώ φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από τον Αλή πασά. Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου) κάθε εξουσία .
Μέσα σ’ αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος, αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά, ξεσπά πρώτα το κίνημα του Νικοτσάρα. Στη συνέχεια ξεσηκώνεται στα Χάσια ο παπά- Θύμιος Βλαχάβας και με άλλους αρματολούς και κλέφτες του Ολύμπου, διώχνουν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του. Στην εξέγερση αυτή συνέδραμε και ο γέρο Ζιάκας. Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει, με την παρεμβολή και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ, 1807). Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα αρνητικό για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς, αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά και καταγράφει νίκες εναντίον των εξεγερμένων.
Τα πράγματα όμως δεν ηρεμούν, αφού ο Νικοτσάρας, ο παπα- Θύμιος Βλαχάβας και οι σύντροφοί τους, μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο Αιγαίο. Ο παπα-  Θύμιος με ναυτικές βάσεις στα παλαιά του ορμητήρια, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, επέδραμε και κατέστρεφε τα τουρκικά χωριά της Πιερίας, εξελισσόμενος σε φόβο και τρόμο. Παρόλο πού οι περισσότεροι καπετανέοι  εγκατέλειψαν τον ένοπλο αγώνα, εκμεταλλευόμενοι την αμνηστία που τους χορήγησε ο Σουλτάνος, ο παπά – Θύμιος  Βλαχάβας συνέχισε αυτόνομα τη δράση του.
Ακολούθησε προσπάθεια προσεταιρισμού από την Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος ανάγκασε τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ να στείλει προτροπές στον παπά – θύμιο Βλαχάβα καλώντας τον να επιστρέψει στην Εκκλησία και στο ράσο. Πρόλαβε όμως ο Αλή πασάς, του οποίου διακαής πόθος ήταν η σύλληψη του Βλαχαβιώτη  πρωτοκαπετάνιου. Αρχικά πίεσε τους κατοίκους της Σκοπέλου να τον παραδώσουν. Εκείνοι όμως, στηριζόμενοι στο ισχυρό τους ναυτικό, αρνήθηκαν. (Η Σκόπελος διέθετε τότε περισσότερα από 30 πλοία, που ήταν εξοπλισμένα με 140 πυροβόλα).
Ο Αλή κατέφυγε στη συνέχεια στο δόλο. Φρόντισε να φθάσει στον παπά –  Θύμιο Βλαχάβα  πλαστογραφημένη επιστολή, εκ μέρους υποτίθεται των συναγωνιστών του Λαζαίων, οι οποίοι τον καλούσαν σε «αντάμωμα», κοντά στην Κατερίνη. Ανυποψίαστος και δίχως μέτρα προφύλαξης, ο παπά – Θύμιος  Βλαχάβας έσπευσε να τους συναντήσει. Το τέχνασμα πέτυχε και αντί για τους Λαζαίους τον ανέμεναν οι στρατιώτες του Αλή πασά. Η μαρτυρική πορεία του παπά – Θύμιου Βλαχάβα προς τον θάνατο, ήταν πλέον προδιαγραμμένη . Βασανίστηκε επί ημέρες στις φυλακές των Ιωαννίνων, ενώ για την εκτέλεση του οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν. Άλλοι την τοποθετούν το 1808, ενώ κάποιοι στις αρχές του 1809. Για το μαρτυρικό του θάνατο σώζονται δύο συγκλονιστικές αναφορές. Η μία ανήκει σε αυτόπτη μάρτυρα, τον Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ: «Τον έδεσαν σε κάποιο πάσσαλο, στην αυλή του Αλή πασά. Τον αντίκρισα. Ναι, ήταν ο Θύμιος Βλαχάβας που άλλοτε συνάντησα στην Πίνδο με τα παλικάρια του… Άφθονος ο ιδρώτας έτρεχε από το πυκνά του γένια. Ήξερε ποια τύχη τον περίμενε. Και εκείνος, ατάραχος, με κοίταξε με τα γεμάτα γαλήνη μάτια του. Σαν να με θεωρούσε μάρτυρα του θριάμβου του πάνω στον δήμιό του».
Η σκυτάλη για το μαρτυρικό του τέλος δίνεται στη γραφή του Κούμα: «..Έπαθε το σκληρότερο όλων των θανάτων. Του έκοψαν μεληδόν (κομμάτι- κομμάτι) το σώμα, ώσπου τον ενέκρωσαν». Τελικά, το διαμελισμένο σώμα του σκορπίστηκε στον όχλο που παραληρούσε στα δρομάκια των Ιωαννίνων.
Ως Νεομάρτυρας «υπέρ πίστεως και πατρίδος» υπέστη «χριστομίμητο μαρτύριο», Ήξερε την τύχη του και πιο ήρεμος από τον τύραννο, που ήθελε να του πιεί το αίμα, αφέθηκε στο μαρτύριό του για την λευτεριά του ελληνικού γένους . Ο ήρωας πατριώτης και πιστός στο Θεό Παπα-Θύμιος Βλαχάβας (+1809) δοξάστηκε περισσότερο διά του «χριστομίμητου μαρτυρίου» του παρά με το σπαθί στο χέρι γενόμενος «εθνικό σύμβολο» και «ιερός θρύλος» που ως κανδήλα έλαμψε στις πονεμένες καρδιές των υπόδουλων Ρωμηών έως ότου εκείνη η φλόγα άναψε και πυρπόλησε τις καρδίες τους για να πραγματοποιήσουν το θαύμα της εθνικής παλιγγενεσίας και αγωνιζόμενοι και μαρτυρικώς τελειωθέντες «υπέρ πίστεως και πατρίδος» να αναβοήσουν το «Ελευθερία ή Θάνατος», το οποίο αντήχησε μέχρι ουρανού δικαιώνοντας τον μαρτυρικό θάνατο του «Αετού των Μετεώρων» Παπα-Θύμιου Βλαχάβα
Έτσι τελείωσε ο τρικυμιώδης μα και ένδοξος βίος του Βλαχαβιώτη  οπλαρχηγού  για να γίνει θρύλος από τον λαό ο οποίος τον εξύμνησε και τον ηρωοποίησε μέσα από την δημοτική μουσική παράδοση και ποίηση .
Πως η λαϊκή μούσα τραγούδησε το Παπα- Θύμιο Βλαχάβα
Πρώτη άπόφασις ληφθείσα εν τω στρατοπέδω του Βλαχάβα ήτο η διακοπή πάσης συγκοινωνίας του τυράννου μετά των επαρχιών. Ή περί τούτου ιδέα διετυπώθη θαυμασίως εν τω δημοτικώ άσματι περί του Βλαχάβα.
«Ταίς στράταις  να του κλείσωμεν,
πουλί  να μη περάση,
Νά κατεβή στά Γιάννινα χαμπέρι  να προφθάση.
Άρξαμένης της εφαρμογής του άποκλεισμού , έτέθησαν εις ενέργειαν τα μεταβατικά στρατόπεδα, οτέ μεν επί της Πίνδου, οτέ δέ επί του Όλύμπου και άλλοτε επί της ’Όσσης.  Ό φοβερός Βλαχάβας έπέπιπτεν ως κεραυνός κατά του ’Αλή πασα, κατασφάζων άδιακρίτως παν το τουρκικόν.
«Τό καριοφίλλι άκουες αδιάκοπα  να πέφτη,
Και κάθε ράχη έκρυφτε αρματολό και κλέφτη».
Απ’ άκρου εις άκρον της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας εβρόντα το όνομα του Βλαχάβα και πανικός κατελάμβανε τούς Τούρκους. Πνέων μένεα κατά του φοβερού  άντάρτου ο αίμοβόρος της Ηπείρου σατράπης έμηχανάτο νυχθημερόν παντί τρόπω την περιστολήν του κινήματος και τον όλεθρον του άρχηγού  του. Άλλά μάτην έστελλε κατ’ αύτού  ο Άλής τα εκλεκτότερα στίφη των Αλβανών, μάτην έδωροδόκει και έστηνε τάς βδελυράς παγίδας αύτού . Ό Βλαχάβας ήτο άκατάβλητος, η χειρ του ως δρέπανον άληθού ς χολέρας, ως θεία μάστιξ έθέριζε τα πάντα. Άδιαλείπτως ήρχοντο τα λυπηρά άγγέλματα πρός τον ’Αλήν.
«Βεζίρη! άπ  τα Τρίκαλα μη καρτερής χαμπέρι,
Κι ο παπά Θύμιος γέμισε ταίς ποταμιαίς άσκέρι . . .
Έμάζωξε την κλεφτουριά και κάνει τα ’δικά του
Ακόμη κι΄ όλος ο ραγιάς έτζιούλωσε τ αύτιά του . .»
Έξ άλλου αί δυνάμεις του φοβερού παπά όσημέραι ηύξάνοντο δια νέων πολεμιστών.
«’Όσοι στά όρη φύγανε, στους κάμπους και στο κύμα,
Αρματωμένοι έφθαναν με φτερωμένο βήμα!
Ή άσπρη φουστανέλλα τους σμιγμένη έκυματούσεν
κ΄η Ρούμελη με το Μόριά χειροπιαστά περνούσαν.».
Έπιθυμών δε  να συνδέση το κίνημα τού το μετά μιας των μάλιστ’ άνεπιλήπτων εθνικών άναμνήσεων του Γένους, ο Βλαχάβας έπήγαγε και ένθέρμως ύπεστήριξεν ενώπιον της νέας συνόδου, ήτις συνήλθε τότε εν Όλύμπω, την πρότασιν, όπως όρισθή ημέρα της έκρήξεως  της έπαναστάσεως τή 29 Μαίου, έπέτειος ημέρα της προ τριακοσίων πεντήκοντα πέντε ετών  άλωθείσης πρωτευούσης της Ελληνικής Αύτοκρατορίας, όπερ και έγένετο δεκτόν παμψηφεί.
Άλλ΄ ενώ τα πάντα κατ’ εύχήν πρός τον έθνικόν σκοπόν εβαινον, εις τα σπλάγχνα της ίδιας εφορείας της διεξαγωγής του εθνικού άγώνος ένεφώλευεν όφις.  Ό έκ Μετσόβου καταγόμενος, όνόματι Δεληγιάννης, οπλαρχηγός, αδελφός του τουρκοφάγου Αποστόλου Τσάπου, ούδεμίαν όμως εχοντος σχέσιν πρός την περίφημον οικογένειαν των Δεληγιανναίων εν Πελοποννήσω (δρα εν τω περιοδικώ «’Η Έβδομάς» του 1891, άρ. 25 και 27 και Κωνστ. Ν. Σάθα, «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς», ’Αθήνησι 1869, σελ. 588). Ούτος, καίτοι ένόρκως συνεδέετο μετά των πρωτουργών του εθνικού άγώνος, κατεδέχθη ο άθλιος  να προδώση εις τον ’Αλήν το τε σχέδιον και τάς διακλαδώσεις της έπαναστάσεως ! . . Ή μυσαρά  αυτη πράξις έγένετο την 1ην Μαίου του 1808. Οί εν Ήπείρω φίλοι του Βλαχάβα, άμέσως άνήγγειλον αύτω τον επικείμενον κίνδυνον.
‘Η άπροσδόκητος αυτη είδησις ως κεραυνός έπληξε τον άτυχή τουρκομάχον, εύρεθέντα άπέναντι άναριθμήτων δυσχερειών. ως πληγωμένος λέων ώρμησεν ο Βλαχάβας άνά τα άρματολίκια και συναθροίσας έσπευσμένως άπάσας τάς προχείρους δυνάμεις αύτού , ύψωσε πάραυτα εν Χασίοις την σημαίαν της έπαναστάσεως (τή 5 Μαίου του 1808)  είτα μετ’ έξακοσίων συναγωνιστών ώς κεραυνός έπέπεσε κατά της στρατηγικωτάτης θέσεως Καλαμπάκας (Καστράκι), ήν και έκυρίευσεν έξ εφόδου. Στήσας εκεί το εύάριθμον στρατόπεδον ο Βλαχάβας άπέκοψε πάραυτα πάσαν μετά της  Ηπείρου συγκοινωνίαν, καί, δι΄ έκτάκτων πεζοδρόμων άναγγείλας τα γενόμενα, προσεκάλει και τούς ύπολοίπους άρματολούς εις έπικουρίαν.
«Στέλνω και στ΄ άγρια τα βουνά της κλεφτουριάς χαμπέρι
Νά κατεβού νε γρήγορα εδώ σ΄  αύτά τα μέρη.
Ή κλεφτουριά μαζώχτηκεν άπάνω στο Καστράκι
Κι΄ εύθύς στην ώρα κούρτισαν ταμπούρλο και μπαϊράκι.».
Γνωρίζων ο Βλαχάβας πόσον ωφέλιμος ήθελε γίνει εν τή κρισίμω ταύτη περιστάσει η σύμπραξις των εν Τρικάλοις και Λαρίση Τούρκων, ήν και πρότερον τοσού τον έπεδίωκεν, επεμψεν έκείσε τούς ανθρώπους του, δπως παροτρύνωσι τούς Τούρκους  να ένωθώσι ταχέως μετ’ αύτού  προς καταπολέμησιν των Αλβανών ως κοινών εχθρών του τόπου.
«Νά κάμωμε το ενα μας και Τούρκοι και ραγιάδες.
Τον τόπο  να παστρέψωμεν άπ’ τούς Άρβανιτάδες».
Τού θ’ όπερ και έπραξαν κατά γράμμα οί άπεσταλμένοι του Βλαχάβα, δηλώσαντες εύθαρσώς ότι ο Παπαθύμιος έξεστράτευσεν ούχί κατά των Τούρκων, αλλά κατά των κοινών εχθρών του τόπου Αλβανών και του άναφανδόν προστατεύοντος αύτούς Άλή πασά.
Βεβαίως το λαμπρόν τού το στρατήγημα του  άκαταπονήτου Βλαχάβα, άπέβλεπε μεν εις έκμηδένισιν της πολεμικής δυνάμεως του Άλή πασά δια της καταθέσεως αύτού  μεταξύ δύο πυρών, άλλά, κατατροπωθησομένου1 του σατράπου μετά την ένίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων, άναμφιβόλως ήθελεν έπέλθει πάραυτα ή βλαχαβαία έξόφλησις των λιμών αύτού  πρός τούς Τούρκους. Ένώ δέ και αύθις τα πάντα κατά τα φαινόμενα εβαινον καλώς, αί δέ διαπραγματεύσεις των άπεσταλμένον του Βλαχάβα διεξήγοντο μετά σπανίας δεξιότητος, αίφνης εν τω φρονήματι των Τούρκων έπήλθεν άπαισία μεταβολή. Ό άγρυπνος οφθαλμός του ’Αλή, τή συνεργασία του ρηθέντος μυαρού  προδότου, έπρόφθασαν έγκαίρως  να άνοίξωσι τούς οφθαλμούς των Τούρκων, οίτινες παλιμβουλήσαντες
«Εύρήκαν το καλλίτερο όλοι  να σκοτωθούνε,
’στόν Παπαθύμιο σήμερο  να μη παραδοθούνε.»
Ούτως άπεμονώθη ο ταλαίπωρος σταυραητός του Όλύμπου!
Ρυθμίσας δέ τάς μικράς αύτού  δυνάμεις απέναντι του έφορμώντος κατ’ αύτού  άλβανικού  χειμάρρου του ’Αλή πασα, ο Βλαχάβας διήρεσε πάραυτα τούς συναγωνιστάς αύτού  εις τρία άποσπάσματα. Και ο μεν άδελφός αύτού  Θεόδωρος, ταχθείς έπί κεφαλής του Αλλου άποσπάσματος, έμεινεν εν Καλαμπάκα χάριν της πολεμικής αξίας της πόλεως ταύτης, ο δέ ετερος άδελφός Δημήτριος, οδηγών το δεύτερον άπόσπασμα έκ τριακοσίων άνδρών συμποσούμενον, έστάλη έσπευσμένως  να καταλάβη την γέφυραν του Μπαμπά.
Αύτός δέ ο ίδιος μεθ΄ ορμής πληγωμένου λέοντος εδραμεν εις τον ’Όλυμπον, τή 6η Μαίου του 1808, ίνα δια της παρουσίας του έπιταχύνη την έλευσιν της ζητηθείσης επικουρίας. Και κατώρθωσεν ο άκατάβλητος άνήρ εν διαστήματι τεσσαράκοντα οκτώ ωρών  να συνάθροιση πεντακόσια εκλεκτά παλληκάρια, όρκισθέντα  να συναποθάνωσι μετά του προσφιλούς άρχηγού  των,άλλά φεύ ! ήτο αργά.
Διότι εν τω μεταξύ το άπόσπασμα του Δημητριού Βλαχάβα, εί και έκυρίευσε τον ετερον στρατιωτικόν σταθμόν, το χάνι της Κρύας Βρύσης, μετ’ ολίγον οι έξελθόντες έκ Τρικάλων πολυάριθμοι Τούρκοι, όδηγούμενοι υπό των Αλβανών Βελή μπέη, Ρούση και Μπεκήρ άγα, έφώρμησαν κατά των επαναστατών καί λυσσωδώς έπολέμησαν αύτούς.
Ταύτα έγένοντο την 6 Μαίου του 1808.
Άφ’ έτέρου ο ’Αλής, εξω φρένων γενόμενος, έπεμψεν άμέσως τον υιόν αύτού  Μουχτάρ πασάν επί κεφαλής πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανών, με ρητήν εντολήν δπως τα πάντα παραδώση εις το πυρ και τον σίδηρον.Ούτως έχόντων των πραγμάτων και συναισθανόμενοι την άνάγκην της ταχείας συγκεντρώσεως των μεγαλυτέρων δυνάμεων, άμφότεροι οί Βλαχαβαίοι ήνώθησαν  πάλιν εν Καλαμπάκα, άνυπομόνως άναμένοντες την έξ Όλύμπου έπικουρίαν του Γενικού Αρχηγού και άδελφού  αύτών παπα Εύθυμίου.Πιστοί δε εις τον άπαξ δοθέντα όρκον άπεφάσισαν άπαντες  να πολεμήσωσι τον έσχατον υπέρ της Πατρίδος άγώνα. Τήν 7ην Μαίου του 1808 ο Μουχτάρ ήλθεν εις Μέτσοβον καί, παραλαβών τον μνημονευθέντα προδότην, αμέσους ώδευσε κατά των εν Καλαμπάκα συγκεντρωμένων έπαναστατών. Από πρωίας της 8ης Μαίου ήρξατο λυσσώδης μάχη των έξακοσίων Ελλήνων κατά δεκαπλασίων έχθρών.
Άλλ΄ ο Μουχτάρ ήπατήθη οίκτρώς νομίζουν ότι η μικρά αυτη δράξ των άνδρείων ήδύνατο  να πτοηθή άπέναντι του έκ πέντε χιλιάδων στρατού αύτού . Έκεί έκ του σύνεγγυς ήνόησε το ήθικόν γόητρον του Βλαχάβα. Ή μάχη διήρκεσε δέκα όλας ώρας και κατά μικρόν μετεβλήθη εις τρομεράν και άπερίγραπτον σφαγήν.
Έγνώριζον κάλλιστα οί άτυχείς τουρκομάχοι την τύχην αύτών, έάν ήχμαλωτίζοντο και μετά της μανίας άπηλπισμένων έρρίπτοντο εις τα άναρίθμητα σμήνη των βαρβάρων, κατασφάζοντες αύτούς άδιακρίτως. Άλαλάζοντες δε ύπερηφάνως το τρομερόν εκείνο ονομα του άπουσιάζοντος αρχηγού αύτών, ένέσπειρον πανταχού  φρίκην και τρόμον . . Έχοντες συνείδησιν της εθνικής αύτών ιστορίας, έγνώριζον ότι και θνήσκοντες μέχρις ενός θά ώφελήσωσι την ύπόθεσιν του δικαίου της ελληνικής φυλής. ’Ήδη κατεσφάγησαν άνηλεώς άπασαι αί προφυλακαί του τουρκικού  στρατού, άπεκρούσθησαν μετ’ ολέθρου αί έπανειλημμέναι έφοδοι των δεκαπλασίων βαρβάρων άλλα το μαύρο γιαταγάνι των Βλαχαβαίων ως φλόγες του «Αδου , ως άπαίσιοι κεραυνοί άπροσπελάστου δυνάμεως έδεκάτιζον άκόμη παν το τουρκικόν. Τετράκις ξιφήρης ο Μουχτάρ ήμπόδισε την έπονείδιστον φυγήν του άποδεκατιζομένου στρατού αύτού , άλλά εις μάτην.
Τέλος μετά δεκάωρον συνεχή και λυσσώδη άγώνα τα παλληκάρια του Βλαχάβα, στερούμενα μεν πολεμοφοδίων, άγωνιζόμενα μόνον δια μόνης της σπάθης και άπέλπιδα περί εγκαίρου έλεύσεως και επικουρίας, βλέποντα δε τούς εχθρούς ένισχυομένους δια νέου στρατού  και τηλεβόλων, έξήλθον ως λέοντες των προμαχώνων και δια μέσου των εχθρικών φαλάγγων ξιφήρεις έζήτησαν διέξοδον. Πάντες έπεσαν ήρωϊκώς μέ το όνομα της Πατρίδος επί των χειλέων . . .
Ακριβώς μετά δύο ώρας ένεφανίσθη ο παπά Θύμιος, τρέχων άπαύστος και φέρων βοήθειαν πεντακοσίων περίπου άνδρών! Ω σκληρά ειμαρμένη ! άκόμη δύο ώρας και ο πεντακισχίλιος στρατός του Μουχτάρ πασά ήθελε τακή ύπό το μαύρο γιαταγάνιον του Βλαχάβα, καθώς τήκεται η χιών ύπό τάς άκτίνας του φλογερού  ήλίου! Περίλυπος ο Βλαχάβας άντίκρυσε την καταστροφήν ταύτην, άλλά και δέν ήδύνατο μετά των άπηυδηκότων εκ της ,πορείας 500 άνδρών αύτού  να πολεμήση κατά των έχθρών, ήδη εις δέκα χιλιάδας συμποσουμένων.
«Οθεν, εν τάξει ύποχωρήσας, άνήλθεν εις τον «Ολυμπον, θρηνών την άπώλειαν τοσούτων φίλων και συγγενών και καταρώμενος τον έλεεινόν προδότην . . Φειδόμενοι της εύρωπαϊκής ήσυχίας και ισορροπίας των μεγάλων χριστιανικών δυνάμεων της Εύρώπης, παραλείπομεν ένταύθα πάντα, όσα μετά την καδμείαν ταύτην νίκην επραξεν ο άντάξιος ούτος υιός του αίμοβόρου τέρατος της Ηπείρου.
‘Όθεν, μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών άπό της εν Καλαμπάκα καταστροφής, ήκούσθη έκ νέου η έγερτήριος φωνή του Βλαχάβα, καλού σα το Γένος εις νέον άγώνα.
«Καράβια  να μού  δώσετε  να κλείσω το μπογάζι
Νά γκεζερώ στη θάλασσα, ο κόσμος  να τρομάζη
’Από ταίς τέσσεραις μεριαίς ταίς θάλασσαις  να κλείσω
Του Γένους τα παθήματα βαρειά  να έκδικήσω.».
Ταύτα έλεγεν ο άκάματος στρατηλάτης του Γένους και εις την πανελλήνιον φωνήν αύτού  άνεσκίρτησεν έκ νέου παν το έλληνικόν!
Και τα καράβια τουδωκαν καίκια και φεργάδες.
Σε μιά ΄βδομάδα γίνηκε αύτός μέ δυο χιλιάδες! . «.
Λέει ένα από τα δημοτικά τραγούδια για τον ηρωικό παπά- Θύμιο Βλαχάβα :
«Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα,
φέτο να μη λαλήσετε, φέτος να μαραθείτε,
τον παπα- Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα·
στη μέση του ο Μουχτάρ Πασάς, πίσω οι τσαχανταραίοι
κι από κοντά οι μπέηδες κι οι τουρκοπουλημένοι.
Κι Αλής πασάς σαν το ’μαθε, δεν πίστευε το θάμα.
Ατός του τον προβόδισε, ατός του του μιλάει:
– Παπά! Βρε κερατόπαπα που χάλασες τον τόπο.
Δεν σ’ άρεθ’ ο Αλής πασάς, δεν σ’ άρεθ’ ο Σουλτάνος
και μπαϊράκι σήκωσες να γίνεις βασιλέας;
– Μη βλαστημάς Αλή πασά, μη βλαστημάς βεζίρη!
Σόφταιξα, σε πολέμησα και σόπεσα στα χέρια!
–Γίνεσαι Τούρκος, βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.
–Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θε να πεθάνω…» .
Ή δημώδης μούσα εγκαίρως έξέλεξεν αύτόν ως προσφιλέστατον ήρωα των άσμάτων τού λαού, ότέ μεν τιμωρούντα τούς τυράννους της Πατρίδος, ότέ δέ τιμωρούντα τάς ένεργείας αύτού.
«Έσείς πουλιά τού Γρεβενού κι  άηδόνια τού Μετσόβου,
Έσείς καλά τον ξέρετε αύτόν τον παπα Θύμιο,
Ποδταν μικρός στά γράμματα, μικρός στά πινακίδια.
Και τώρα στά γεράματα έβγήκε πρωτοκλέφτης
‘Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια
Και τού Βαρλάμη το καστρί δεν μπόρεσε  να πατήση,
Γ’ ήταν ψηλά σε μάρμαρα, ψηλά σ’ ενα λιθάρι !
Τό ’γούμενον έφώναζε, το ’γούμενο φωνάζει
«Κατέβα κάτω ’γούμενε,  να μας ξομολογήσης
Γιατ΄  εχομε ενα άρρωστο βαρυά για  να πεθάνη».
Πέρνει λαμπάδ  ο ’γούμενος, βάνει και πετραχήλι,
Και κατεβαίνει στήν αύλή για  να ξομολογήση
«Πολλά τα ετη ’γούμενε» — «Καλώς τα παλληκάρια»
«Βγάλ΄ τα τα ράσα, ’γούμενε, βγάλε το πετραχήλι,
Γιατί στήν στράτα πού βαρούν, λόγγο θενά περάσης»
Πιστάγκωνα τον εδεσαν κ΄ άπ΄* την αύλή τον βγάζουν
Τέσσαροι παν άπ΄ άμπροστά και τέσσαρ΄ άπό πίσω.
Β’
Άκού τε τί μας γράφουνε και τί μας προβοδούνε
Οι φίλοι κ΄ οί κουμπάροι μας κι  αύτούνοι οί βλαμάδες
Άσπρα χαρτιά μας στέλλουνε κι αύτό με μαύραις μπούλαις
«Όσοι κι΄ αν είστε κλεφτουργιά, ούλοι να μερωθήτε
ηκώθ΄ ο παπά Θύμιος, πάει άρματολός,
Μαζώνει παλληκάρια, όλα διαλεκτά
Γυρεύει κ΄ ενα γέρον γεροντόβλαχον,
Που ξέρει τα λημέρια για να όδηγηθούν.
«Γώ δεν μπορώ παιδιά μου, ’γώ δεν δύναμαι
Μόν πάρτε τον ύγιόν μου τον μικρότερο.
Που ξέρει τα λημέρια, που λημέριαζα,
Που ξέρει και ταίς βρύσαις, πουπινα νερό,
Που ξέρει και τούς φίλους πουπερνα ψωμί,
Που ρίχνει στο σημάδι ΄πό με καλήτερα».
Αξιοσημείωτοι είναι και οι στίχοι που ως «Εγκώμιον» συνέθεσε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης για την θρυλική μορφή του Αρχιαρματολού Παπα-Θύμιου, τον οποίο εξυμνεί ωσάν να πρόκειται για επικό ήρωα, γράφοντας χαρακτηριστικά:
ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ
Βλαχάβα, ποιὸς σ’ ἐγέννησε, ποιὰ μάνα, ποιὸς πατέρας!
…………………………………………………………………………….
Ὁ Ὄλυμπος ἀγάπησε τὴν ὄμορφη τὴν Ὄσσα,
τὴν Ὄσσα τὴν περήφανη τὴν πολυγυρεμένη.
Χρόνους πολλοὺς τὴν ἔβλεπε μ’ ἐρωτεμένο μάτι
κ’ ἐκείνη σὰν κ’ ἐντρέπεται καὶ σὰν καὶ τὸν φοβᾶται.
Μιὰ νύχτα ἦταν ἄνοιξι, χαρὰ Θεοῦ, γαλήνη·
λάμπουν τἀστέρια τοὐρανοῦ, τὸ φῶς τους τρεμουλιάζει,
σὰν νἆχαν ἔρωτα κρυφὸ καὶ φλογοκαρδιοχτύπι.
Βελάζουνε τὰ πρόβατα, λαλοῦνε τὰ κουδούνια
τοῦ κοπαδιοῦ, ποὺ βόσκοντας διαβαίνει τὸ λιβάδι,
καὶ κἄπου κἄπου ἀκούεται τοῦ πιστικοῦ φλογέρα
νά ναναρίζῃ ἐρωτικὰ τὰ δέντρα, τὰ λουλούδια.
Μοσχοβολάει ὁ ἀνασασμὸς τῆς δάφνης, τῆς μυρτούλας,
κι’ ὁ κρίνος ὁ περίχαρος ἀπ’ τὸ νερὸ προβαίνει
σὰν πρόσωπο παρθενικό, ποὺ δὲν τὸ βλέπει ὁ ἥλιος,
γέρνει καὶ καθρεφτίζεται καὶ κάνει τὴν ἀγάπη
κυττάζοντας τὸν ἴσκιο του στοῦ ποταμοῦ τὰ βάθη.
Γλυκὸς γλυκὸς ἀντίλαλος ἔφερνε τὸ τραγοῦδι
τοῦ Κλέφτη, ποὺ θυμήθηκε τὸ Χρῆστο τὸ Μιλλιώνη·
κι’ ἀγέρας, δέντρα καὶ νερὰ μένουνε, λησμονιῶνται
καὶ στέκουν κι’ ἀκουρμαίνονται γιὰ τὸν παληό τους φίλο.
Στάζ’ ἡ δροσοῦλα διάφανη σὰν τοῦ παιδιοῦ τὸ δάκρυ,
λὲς κ’ ἔπιασε παράπονο τὴ νειόνυφη τὴν πλάση,
πἄκουσε τὸ μνημόσυνο τοῦ Χρήστου τοῦ Μιλλιώνη.
Γιατί, βουνά μου, ἀνάμεσα τόσης χαρᾶς κι’ ἀγάπης,
ἀνάμεσα τόσης ζωῆς καὶ τόσης ἁρμονίας
δὲν ἄκουσε νὰ κελαδῇ μὲς στῆς ἰτιᾶς τὰ φύλλα
καὶ μὲς στὸ φλοῖσβο τοῦ νεροῦ ἐλευθεριᾶς ἡ αὔρα;…
Τέτοια νυχτιὰν ἐδιάλεξεν ὁ Ὄλυμπος στὴν Ὄσσα
νὰ δείξῃ τὴν ἀγάπη του, νὰ πῇ τὸν ἔρωτά του.
Κυττάξετε τὸ σαστικὸ πῶς εἶναι στολισμένος!
Κάτασπρη ἡ χήτη του, μακριὰ στ’ ἀνδρειωμένα νῶτα
περήφανα τοῦ στέρνεται καὶ γλυκοκυματίζει.
Τήνε χτενίζουνε χρυσαῖς τοῦ φεγγαριοῦ ἀχτίδες
καὶ φαίνεται ξανθὴ ξανθὴ καὶ φλωροκαπνισμένη.
Φορεῖ φλοκάτη σύγνεφα σὰν τὸν ἀφρὸ δροσᾶτα,
καὶ τοῦ Μαϊοῦ τὴν καταχνιὰ φορεῖ γιὰ φουστανέλλα.
Σπιθοβολοῦν καὶ λάμπουνε στὴ μέση του, στὸν ὦμο
ἀστροπελέκι γιὰ σπαθί, βροντὴ γιὰ καρυοφύλλι.
Χαρὰ στὴν κόρη π’ ἀγαπᾷ ὁ Ὄλυμπος ὁ κλέφτης!
Κρυφομιλοῦνε τὰ βουνά, ὁλονυχτῆς ρωτιῶνται.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ αὐγερινὸς κι’ ἀρχίσανε τὰ ρόδα
νὰ ξεφυτρώνουν τῆς αὐγῆς ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
ὁ Ὄλυμπος ἐκύτταξε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα,
τὴν εἶδε ποὺ κοκκίνιζε σὰ ντροπαλὴ παρθένο,
καὶ γέρνει, γέρνει τὴν κορφὴ καὶ τὴ φιλεῖ στὸ στόμα.
Κ’ εὐθὺς μ’ ἐκεῖνο τὸ φιλί, ποὖναι ζωὴ καὶ φλόγα,
ἀνάφτουν, ζωνταντεύουνε τῆς νειόνυφης τὰ σπλάχνα,
καὶ δὲν ἐπέρασε καιρός, χρόνοι πολλοὶ καὶ μῆνες
πἀκούστηκε σὰ μιὰ βοὴ μὲς στ’ Ἄγραφα, στὸν Πίνδο
τἀρματωλοῦ τὸ πάτημα τοῦ φοβεροῦ Βλαχάβα,
καὶ νὰ φωνάζουν ἀητοί, νὰ σκούζουνε γεράκια:
«ἀνοῖξτε, λόγγοι, νὰ διαβῇ, μεριᾶστε τὰ κλαριά σας
καὶ θὰ περάσῃ τὸ στοιχειό, ὁ δράκοντας τῆς Ὄσσας!»
Ὤχ! μάνα, τ’ εἶναι πὤπαθες, τὶ σὤμελε, πατέρα,
τὸ γυιό σας τὸ μονάκριβο νὰ μὴ τόνε χαρῆτε!
Πόσαις φοραῖς τὸν εἴδατε ἀπὸ ψηλὰ στὴ μάχη
νὰ στρώνῃ δρόμο τὰ κορμιὰ κ’ ἐπάνω νὰ διαβαίνῃ!
Πόσαις φοραῖς ἡ Ὄσσα του, σὰν ἦταν διψασμένο
τὤδωσ’ ἀθάνατο νερὸ ἀπ’ τὰ λευκὰ της στήθια
καθὼς βυζαίνει τὸ παιδὶ τῆς μάνας του τὴ ρῶγα!
Καὶ πόσαις ἄμετραις φοραῖς τοῦ στρώσατε τὴ φτέρη
καὶ τὰ κλαριὰ τοῦ πλάτανου νὰ κοιμηθῇ στὸν ἴσκιο,
καὶ σεῖς τὸν ἐκυττάζατε κ’ ἐλέγετε τὰ δυό σας:
«Χαρὰ στὸ γυιὸ ποὺ κάμαμε, χαρὰ στὸ παλληκάρι
οἱ δυὸ κακογεράματοι, οἱ μαυροκαρδισμένοι,
σοῦ δώκαμε τὸ γάλα μας, πάρε καὶ τὴν εὐχή μας,
μὴ ξανανειώσουμε κ’ ἐμεῖς κ’ ἀναστηθοῦμε πάλαι.»
Καὶ τώρα, γέρο Ὄλυμπε και μαυρισμένη Ὄσσα,
πῶς ἔπεσε, πῶς βρίσκεται στ’ Ἀλήπασα τὰ νύχια;
Ἀκόμα δὲν ἐτέλειωσε, βουνά μου, ἡ καταδίκη.
Εἶναι βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἡ ἄσπλαχνη κατάρα,
κι’ ἀκόμα δὲν ἐκλείσανε τὰ τετρακόσα χρόνια!
Δεμένο μὲς στὰ Γιάννινα τὸ σέρνουν τὸ θηρίο
μὲ τόσαις τόσαις ἄλυσαις, ποὺ λὲς ὅτι φοβοῦνται
τὰ σίδερα καὶ τὰ σχοινιὰ μὴ κόψῃ, μὴ χαλάσῃ
καὶ πάρῃ πάλαι τὰ βουνὰ καὶ ποιὸς τὸ μεταπιάνει;
Γλήγορα τὰ μαρτύρια, γλήγορα τὴν κρεμάλα!…
Ἀλήπασα, ξεθύμανε, κ’ ἡ ὤρα σου πλακώνει.
Ο ΠΝΕΜΑΤΙΚΟΣ
Ἀπ’ τὰ πολλὰ μαρτύρια, ἀπ’ τὸν πολὺ τὸν πόνο,
ὁ Θύμιος ἀπόστασε καὶ τὸν ἐπῆρ’ ὁ ὕπνος.
Τὸν ἔχουνε γονατιστὸν σὲ κοφτερὰ στουρνάρια,
τὰ χέρια του πιστάγκωνα, βαρειὰ σιδερωμένα.
Γυρμένο τὸ κεφάλι του εἰς τὰ πλατειά του στήθια,
σὲ ζωντανὸ προσκέφαλο κοιμᾶται, ξαποστένει,
ἀπ’ τὸ μακρύ τό γένι του, σὰν ἀπὸ μαύρη βρύση,
στάζει ὁ ἵδρωτας βροχή, τὸ γαῖμά του ἀναβράει.
Ἄν ἔχει ὁ τάφος ὄνειρα, τὶ ὄνειρα νὰ βλέπῃ;…
Κοιμῶνται κ’ οἱ φονιάδες του στὸ χῶμα ξαπλωμένοι,
σὰ λύκοι ποὺ χορτάσανε καὶ τώρα ροχαλιάζουν.
Ποιὸς εἶν’ ἐκειὸς ποὺ πέρασε σὰ φάντασμα, σὰν ἴσκιος;
Ράσο κατάμαυρο φορεῖ καὶ κάτου ἀπὸ τὸ ράσο
κἄτι βαστᾷ καὶ τρέμοντας στὸ γαῖμα μὴ γλιστρήσῃ
ἀγαλι’ ἀγάλια περπατεῖ, γυρεύει τὸν Βλάχάβα.
Τὸν ἄκουσε π’ ἀνάσαινε καὶ γονατίζει ἐμπρός του.
– Θύμιε, Θύμιε! μ’ ἀκοῦς; δὲν μὲ γνωρίζεις πλέον;
Ξύπνα κ’ ἡ ὥραις φεύγουνε… Ἐδείλιασες, φοβᾶσαι;

– Ἔχω καρδιὰ ‘πὸ μάρμαρο καὶ σιδερένια σπλάχνα
καὶ δείλια σὲ μὲ πλάκωσε, καὶ θάνατο δὲν τρέμω.
Ποιὸς εἶσαι σὺ ὁ ἄσπλαχνος, ποὺ δὲν ψυχοπονιέσαι
καὶ μοῦ χαλᾷς τὸν ὕπνο μου καὶ κόβεις τὤνειρό μου;
– Τρώγ’ ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο καὶ τὸ νερὸ τὴν πέτρα,
κ’ ἐσένανε δὲ σ’ ἔφαγε τ’ Ἀλήπασα τὸ δόντι;
Βλαχάβα δὲν εἶμ’ ἄσπλαχνος, δὲν ἦλθα νὰ χαλάσω
τὸ ὕστερό σου ὄνειρο, τὸν ὕπνο σου νὰ κόψω.
Ἀκόμα δὲν μ’ ἐγνώρισες; ἀκόμα δὲν ἀνοίγεις
τὰ μάτια σου γιὰ νὰ ἰδῇς, τὸ στόμα νὰ μοῦ δώσῃς
ἕνα φιλί, γλυκὸ φιλί, στερνὴ παρηγοριά μου;
– Ἔχω τὰ μάτια ὁλάνοιχτα καὶ δὲ σὲ βλέπ’ ὁ μαῦρος.
Μοῦ κόψανε τὰ βλέφαρα ἐψὲς μὲ τὸ μαχαῖρι
καὶ μοῦ τὰ σκοτειδιάσανε μὲ σίδερο ἀναμμένο.
Δὲ σὲ χωρίζ’ ὁ δύστυχος! Μοῦ χύσανε μολύβι
μέσα στ’ αὐτιὰ καὶ σὰ βοὴ μὤρχεται ἡ φωνή σου.
Μοῦ φαίνεται τρισκότειδο… Πὲς μου τὶ ὥρα νἆναι;
Ἐνύχτωσε ἤ στὰ βουνὰ ἀκόμα λάμπ’ ὁ ἥλιος;…
Πόσον ἀργὰ ποὺ φεύγουνε ἡ ὥραις σὰν μετροῦνται
μὲ πόνους, μὲ μαρτύρια καὶ μ’ ἄσπλαχνη ἀγωνία!
Πές μου, ποιὸς εἶσαι; σίμωσε ν’ ἀκούσω τὤνομά σου.
– Ὤ δυστυχία μου! δὲν μ’ ἀκοῦς; δὲ βλέπεις τὸ Δημήτρη;
Ἀναστενάζει τὸ θεριό, ταράζεται νὰ κόψῃ
ταῖς ἄλυσαις ποὺ δένουνε τὰ μουδιασμένα χέρια,
γιὰ ν’ ἀγκαλιὰζει ἀδερφικὰ τὸν ἅγιο του τὸ φίλο.
Τοῦ κάκου ν’ ἀνδρειεύεται… Τὰ σίδερα χτυπᾶνε
κ’ ἐκείν’ ἡ ἄγρια κλαγγὴ λὲς κ’ ἦταν περιγέλιο.
– Δημήτρη μου, πνεματικέ… εὐχαριστῶ σε, Πλάστη,
ποὺ μὤστειλες ἀνέλπιστα κ’ ἐδῶ τὸν ἄγγελό σου!
Κλᾶψε γιὰ μέ, Δημήτρη μου, τὰ μάτια μου τὰ μαῦρα,
δὲ βλέπεις, τὰ χαλάσανε καὶ δὲ μπορῶ νὰ κλάψω.
Ἔλα σιμά μου, ἐδῶ σιμά, δὸς μου φιλιὰ χιλιάδες.
Ἐδάκρυζ’ ὁ καλόγερος. Τὰ γόνατὰ του τρέμουν
σὰ νἆταν φιλοκάλαμο ποὺ τὸ φυσάει ἀγέρας.
– Πές μου, πατέρα, μοναχὸς ἦρθες ἐδῶ σ’ ἐμένα,
ἤ μὤφερες κανένανε πιστόνε σύντροφό μας;
Ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ποὺ μὲ φιλεῖ, τὸ στόμα ποὺ μοῦ γλείφει;
– Μ’ ἐπῆρ’ ἀκλούθα ὁ σκύλος σου κ’ ἦλθε μ’ ἐμὲ νὰ σ’ εὕρῃ
ὁ δύστυχος σὰ σ’ ἔχασε, μ’ ἀγάπησε γιὰ σένα.
– Θεέ μου παντοδύναμε!… τὶ τόση καλωσύνη;
Δημήτρη μου, ἄν μ’ ἀγαπᾷς, μὴ τόνε παραιτήσῃς,
κι’ ἀπ’ τὸ ψωμὶ ποὺ τρώγαμε δίνε του νὰ χορτάσῃ…
Πατέρα μου, πνεματικέ, τρεῖς μέραις μὲ σκοτώνουν
καὶ δὲ μοῦ δώκανε νερό, πεθαίνω ἀπὸ τὴ δίψα.
– Ἐδίψασε καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σταυρό του ἐπάνω
καὶ τὤδωκαν νὰ πιῇ χολή, τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου.
Κ’ ἐγὼ σοῦ φέρνω οὐράνιο νερὸ νὰ ξεδιψάσῃς.
Πιέ το, παιδί μου, χόρτασε. Ἡ βρύσι ποὺ τὸ δίνει
ποτέ της δὲν ἐστρέφεψε, ποτὲ δὲ θὰ στρεφέψῃ.
Εἶν’ ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ ὠκεανὸς μεγάλος.
Παιδί μου, μὴν ἁμάρτησες; Ἀνάμεσα στὸν πόνο
μὴ σὤφυγε παράπονο, μὴ δάκρυ, μὴ κατάρα;
– Ὄχι, πατέρα, πίστεψε. Δὲ μὤφυγ’ ἕνας λόγος,
ποὺ νἄτανε βαρύγνωμο γιὰ τὴ σκληρή μου μοῖρα.
Ἐψὲς τὸ βράδυ μοναχὰ μοῦ πέρασ’ ἀπ’ τὴ μνήμη
τὸ αἷμα τ’ ἀξετίμητο τοῦ Ὄλυμπου, τοῦ Πίνδου,
γιατί, πατέρα, ἠθέλησα νὰ ἰδῶ τὴ Θεσσαλία
ἐλεύθερη, στὰ σύγνεφα νὰ σκώσῃ τὸ κεφάλι…
Πνεματικέ, τὶ ὤμορφη ὁποὖναι ἡ Θεσσαλία!
Ἐψές τὴν ἐθυμήθηκα, τὴν εἶδα στὤνειρό μου
σὰ μιὰ παρθένο ἀγγελικὴ τὰ μαῦρα φορεμένη.
Ἐχτύπησ’ ἡ καρδοῦλά μου… ἀστόχησα τὸν Πλάστη
κ’ ἐδάκρυσε τὸ μάτι μου… Μὴν ἔκαμ’ ἁμαρτία;…
– Ὄχι, παιδί μου, μὴ φοβοῦ, τὸ αἷμα τὸ δικό μας
σὰν τὴ βροχὴ τῆς ἄνοιξης τὸ χῶμα θὰ ποτίσῃ,
γιὰ νὰ φυτρώσῃ ἐλευθεριά, ἐπλάκωσεν ἡ ὥρα…
Ἐμεῖς θὲ νὰ κοιμώμεθα βαθειὰ βαθειὰ στὸ μνῆμα
καὶ θὰ ν’ ἀκοῦμε τὴ βοὴ τοῦ φοβεροῦ πολέμου,
τόν κρότο, τὴν ποδοβολή, τὴ χλαλοὴ τῆς νίκης
ἐπάνω ἀπὸ τὸ χῶμα μας νὰ τρέχῃ, νὰ διαβαίνῃ,
καὶ τὰ παιδιὰ μας θἄρχονται ἐλεύθερα, Βλαχάβα,
νὰ μᾶς σχωροῦν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ μᾶς μνημονεύουν.
Ἐσίγησ’ ὁ καλόγερος. Τὸ Θύμιο κυττάζει
καὶ βλέπει ποὺ τὰ λόγια του τὸν εἴχανε ταράξει,
κ’ ἔτρεμεν ὅλος κι’ ἄρχιζε σὰ νὰ ψυχομαχάῃ.
Τὸ χέρι του ἅπλωσ’ ὁ παπᾶς ἐπάνω στὸ κεφάλι
καὶ τοῦ διαβάζει μιὰν εὐχὴ καὶ τρὶς τὸν εὐλογάει.
– Παιδί μου, σχώρεσε κι’ αὐτούς, ποὺ σ’ ἔχουν μαρτυρὲψει.
– Καλήτερα τὴν κόλαση παρὰ νὰ τοὺς σχωρέσω.
– Βλαχάβα, ἐβλαστήμησες, ἔδιωξες τὸ Θεό σου.
Συχώρεσέ μου… Τ’ εἶσαι σὺ καὶ θὰ γενῇς ἀντάρτης;
Ἐμπρὸς σὲ κεῖνο πὤχυσες, τὸ αἷμα σου δὲν εἶναι
παρὰ μικρὴ σταλαματιὰ σ’ ἕνα βαθὺ ποτάμι,
κι’ ἀκόμα δὲν ἐχόρτασες; Ποιὸς εἶσαι σύ, Βλαχαβα;
– Εἶμαι παιδὶ τοῦ Ὄλυμπου, δὲ μὲ γνωρίζεις τάχα;
– Βλαχάβα, ἤ συχώρεσε ἤ πάρε… τὸν… ἀφόρε…
Δὲν ἔσωσε ὁ καλόγερος καὶ μιὰ φωνὴ σβυσμένη
ἀκούστηκε, ποὺ πέταξε κρυφὰ κρυφ’ ἀπ’ τὸ στόμα
τοῦ Θύμιου καὶ πὤλεγε· «Θεέ μου, σχώρεσέ τους».
Ἐνίκησ’ ὁ καλόγερος τἄγριο τὸ λιοντάρι.
– Μεταλαμβάνει τοῦ Θεοῦ ὁ Θύμιος ὁ δοῦλος…
Τὰ μαραμμένα χείλη του ὁ μάρτυρας ἀνοίγει
καὶ καταπίνει μιὰ ζωὴ γι’ ἄλλη ζωὴ ποὺ φεύγει.
– Πατέρα μου πνεματικέ, θέλ’ ἀπὸ σὲ μιὰ χάρη·
μὲς στὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ ἔχω χρυσαῖς τρεῖς τρίχες,
ξερρίζωσέ ταις, πάρε ταις καὶ σύρ’ ἀπ’ ὄνομά μου
νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Ὄλυμπου, νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Πίνδου
καὶ τὴ στερνὴ τῆς μάνας μου τῆς Ὄσσας νὰ τὴ δώσῃς.
Καὶ πές τους πὼς κληρονομιὰ στὸν κόσμο δὲν εἶχ’ ἄλλη,
καὶ πὼς μ’ αὐταῖς τοὺς ἔστειλα τὰ νειῶτα, τὴν ἀνδρειά μου,
γιὰ νὰ μὴν ἔλθουνε μ’ ἐμὲ στὸ λάκκο καὶ ταῖς φάγῃ
τὸ χῶμα, ποὖναι λαίμαργο καὶ πὥλα καταπίνει…
Νὰ ταῖς φορέσουν φυλαχτό… νὰ μὴ μὲ λησμονήσουν…
νὰ θυμηθοῦν… πἀρνήθηκα.. γι’ ἀγάπη τους… τὸν κόσμο.
Γέρνει μὲ μιᾶς τὸ μέτωπο, γέρνει κι’ ἀποκοιμιέται,
τὸν εὐλογάει ὁ παπᾶς, στερνὸ φιλὶ τοῦ δίνει,
κ’ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐφίλησε, κρυφὰ κρυφὰ τοῦ λέει·
«παιδί μου, αὔριο κ’ ἐγὼ θὰ νἄλθω στὸ πλευρό σου.»
Φεύγει ὁ παπᾶς· τὸ λείψανο ἔμεινε μοναχό του·
οἱ λύκοι δὲν ἐξύπνησαν, τριγύρω του κοιμῶνται,
λὲς καὶ τὸ παραστέκουνε, λὲς καὶ τὸ ξενυχτᾶνε.
ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ
Τρεῖς μέραις μές στὰ Γιάννινα σέρνουνε τὸ κορμί του
τἀνάσκελα, τἀπίστομα καὶ τὸ ποδοκυλοῦνε.
Ἀκοῦς στὴν πλάκα νὰ χτυπᾷ τὸ φοβερὸ κεφάλι
καὶ βλέπεις νὰ μπερδεύεται κἄποτε στὰ λιθάρια
ἡ χήτη του κατάμαυρη σὰν τὸ φτερὸ κοράκου.
Τραβοῦν, τραβοῦν οἱ ἄπιστοι πάντοτε βλαστημῶντας
βλαστήμιαις ποὺ ταῖς ἄκουσεν ὁ ἅδης καὶ ζηλεύει.
Καὶ τέτοια ἦταν ἡ ὁρμή, τὸ τρέξιμο, ἡ μανία,
ποὺ ξεκολλοῦν, ποὺ πέφτουνε ἡ τρίχες μὲ τὸ δέρμα
κουβαριασμέναις, λιγδεραῖς, μὲ γαῖμα ζυμωμέναις.
Ὤ τὶ κατάρα, Πλάστη μου, τὶ ἄσπλαχνη κατάρα!
Δὲ θἄλθῃ μέρα καὶ καιρὸς ποὺ τοῦ Βλαχάβα ἡ τρίχες
νὰ γένουν ἅλυσαις βαρειαῖς, σχοινί, θηλειά, κρεμάλα;
Ὀ Ὄλυμπος σὰν ἔμαθε τὸ μήνυμα τὸ μαῦρο
ἐσήκωσε ψηλὰ ψηλά, τὴν κορυφὴ στὰ γνέφη
νὰ ἰδῇ μέσα στὰ Γιάννινα τὸ Θύμιο τὸ γυιό του.
Κλεῖσε, βουνό, τὰ μάτια σου, πατέρα, μὴ κυττάζῃς
καὶ βλαστημήσῃς ἄθελα, τοῦ Πλάστου σου τὸ χέρι,
ποὺ σ ἔχτισε θεόρατο, ψηλότερο ἀπὸ τ’ ἄλλα
καὶ γίγαντα, γιὰ νὰ θωρῇς, ἀπὸ ψηλὰ νὰ βλέπῃς
νὰ σέρνωνται τὰ σπλάχνα σου καὶ νὰ καταφρονῶνται.
Μαυρίζει ὁ γέρο Ὄλυμπος, θολώνει, μελανιάζει
καὶ κρύβεται στὰ σύγνεφα κι’ ἀστράφτει καὶ βροντάει.
Εἶναι τρομάρα τοῦ βουνοῦ τἄγριο καρδιοχτύπι!
Ὡστόσο οἱ λύκοι τρέχουνε πάντα μ’ ὁρμή, μὲ βία
καὶ σέρνουνε τὸ πτῶμα του καὶ σκούζουν καὶ γελοῦνε.
Ἡ σάρκα του, τὰ σπλάχνα του, σπλάχνα ποὺ τἆχε ἀνάψει
φλόγα καὶ θέρμη ἄσβεστη, ἐλευθεριᾶς μανία,
σκορπᾶνε ἀπὸ τὰ στήθια του λαχταριστὰ κι’ ἀχνίζουν.
Ἄλλοι φονιάδες ἀκλουθοῦν τὸ λείψανο ἀπὸ πίσω,
βλαστήμιαις καὶ περίγελα ἀκοῦς γιὰ ψαλμῳδία.
Ἀνάμεσά τους φαίνεται κρυμμένος ἕνας σκύλος,
ποὺ συντροφεύει ἀπὸ μακρὰ τὴ φοβερὴ κηδεία.
Τὸ αἷμα μὴ τοῦ μύρισε κ’ ἦλθε νὰ ξεδιψάσῃ;…
Ὤ κλάψτε, κλάψτε τὸν πιστὸ τὸ σκύλο τοῦ Βλαχάβα!
Δειλιάζουνε καὶ ἡ τριχιὰ τοὺς κόβεται στὰ χέρια…
Τότ’ ἕνας γύφτος ἔσκουξε καὶ σταματῆσαν ὅλοι.
Ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του, τὸ λάρυγγα χαράζει
κι’ ἀφοῦ περνᾷ τὸ δάχτυλο μὲς στὴν τομὴ ποὺ χάσκει,
ἀνασηκώνει τεχνικὰ τὸ φοβερὸ κεφάλι,
καὶ μὲ δυὸ γύρους πὤδωκε στὸ κοφτερὸ λεπίδι,
τὸ χώρισε, τὸ σήκωσε, τὸ δείχνει… Φεύγουν ὅλοι.
Ρίχνει τὸ μάτι ὁλόγυρα, βλέπει σιμὰ μιὰ πέτρα,
ἐπάνω της τὸ πίθωσε καὶ ρίχνεται καὶ τρέχει.
Καὶ κάθε λόγο φεύγοντας γυρίζει καὶ κυττάζει
μὴ ζωντανέψ’ ἡ κεφαλὴ καὶ τόνε παρῃ ἀκλούθα.
Ἐνύχτωσε κ’ ἐφύγανε χορτᾶτα τὰ θερία.
Ὁ σκύλος μόνος ἔμεινε. Ξαπλώνεται στὸ χῶμα
καὶ βόγγει, βόγγει ὁ δύστυχος ἀπ’ τὴν πολλὴ τὴν πίκρα.
Σὰν ἦλθαν τὰ μεσάνυχτα μὲ μιᾶς ὀρθὸς πετιέται
καὶ μὲ τὸ στόμα μάχεται νὰ φθάσῃ τὸ κεφάλι.
Κ’ αἱμάτωνε καὶ πλήγιαζε τὰ ἔρμα του τὰ νύχια,
ποὺ ξεκολλοῦν καὶ πέφτουνε σγαρλίζοντας τὴν πέτρα.
Εἶναι ψηλά, δὲν ἔφθανε. Τεντώνεται, κρεμιέται,
γλυστρᾷ καὶ πέφτει, σκώνεται, ὁρμᾷ, πηδάει ἀκόμα
ἀνδρειωμένο πήδημα κι’ ἀνέλπιστ’ ἀνεβαίνει.
Ἀρπάζει μὲς στὰ δόντια του τὸ φοβερὸ κεφάλι
κι’ ἀντάμα φεύγουνε τὰ δυό, παίρνουν βουνὰ καὶ λόγγους.
Κ’ ἐκεῖθε ποὺ διαβαίνουνε, ξαφνίζονται τὰ δέντρα
καὶ τὄνα τ’ ἄλλο ρώταγε, ὁ πεῦκος τὰ πλατάνια,
τὸ κυπαρίσσι τὴν ἐτιὰ καὶ ἡ φτελιὰ τὴ δάφνη:
«Ποιὸς νἆν’ ἐκειὸς ποὺ πέρασε; μὴν ἦταν ὁ Βλαχάβας;»
Καὶ γέρνουνε νὰ τὸν ἰδοῦν, κ’ ἐκεῖνος πάντα φεύγει.
Καὶ πρὸς τὰ ξημερώματα φθάνει ψηλὰ στὴν Ὄσσα,
ψηλά, ψηλά, κατάκορφα, ἀνάμεσα στὰ χιόνια
καὶ σκάφτει λάκκονε βαθὺ καὶ χώνει τὸ κεφάλι
κ’ ἐκεῖ σιμά του ἁπλώνεται καὶ πέφτει νὰ πεθάνῃ.
Χαρὰ στὸ χιονοκρέββατο, τὸ μνῆμα τοῦ Βλαχάβα!
Ἡ μάννα, ποὺ τὸν ἔκαμε, τὰ σπλάχνα της ἀνοίγει
καὶ σὰν παιδὶ μὲς στὴν κουνιὰ νὰ κοιμηθῇ τοῦ στρώνει.
Ἄχ! πότε θἄλθῃ ἕνας καιρὸς ὁ ἥλιος ν’ ἀνατείλῃ
τόσο ζεστὸς καὶ φλογερός, ποὺ τὸ βουνὸ ν’ ἀνάψῃ,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλὰ τὰ χιόνια,
γιὰ νὰ φανῇ πάλαι ψηλὰ στὴ ράχη τὸ κεφάλι,
νὰ ξαφνιστοῦν τὰ Γιάννινα καὶ νὰ τὸ προσκυνήσουν,
ν’ ἀναστενάξ’ ἡ Ἀρβανιτιά, κι’ ἡ ἔρμη Θεσσαλία
νὰ ἰδῇ τὴ νεκρανάσταση καὶ νὰ τήνε γιορτάσῃ;
Μὲς στὴν κοιλιὰ τῆς μάννας σου, Βλαχάβα μου, κοιμήσου.
Θὰ νἄλθ’ ἡ ὥρα κ’ ἡ στιγμὴ τὴ μήτρα της ν’ ἀνοίξῃ
ἡ Ὄσσα ἡ περήφανη νὰ σὲ γεννήσῃ πάλαι·
καὶ θἄβγῃς ὁλοζώντανος καὶ θὰ νὰ ξεφυτρώσῃς
σὰ σπόρος ποὺ δὲ σέπεται θαμμένος μὲς στὸ χιόνι
κι’ ὁπ’ ὅσο στέκεται στὴ γῆ τόσο βαθειὰ ριζώνει.
Επίσης από τον ίδιο: Τα δυο βουνά (παπά – Θύμιος Βλαχάβας)
… παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει η λευτεριά, επλάκωσεν η ώρα…
Εμείς θε να κοιμώμεθα βαθειά βαθειά στο μνήμα
και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχη να διαβαίνη,
και τα παιδιά μας θάρχωνται ελεύθερα, Βλαχάβα
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν»
1.Α. Αγγέλου, «0 Πουκεβίλ και η Ελλάδα», Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968, σ. 127.Βιβλιογραφια:
2.Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του θύμιου Μπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», ΕΕΦΣΠΘ 9 (1965), σ. 230-251 και σε ανάτυπο. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ’, θεσσαλονίκη 1973, σ. 722-726. Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ’, Αθήνα 1975,σ.412-413.
3.Αλέξης Πολίτης (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι. Τα Κλέφτικα, Αθήνα 1981, σ. 76-79 και 133-134. Κ. Σάθας, Ιστορικοί Διατριβαί, Αθήνα 1870, όπου (σ. 123-336) δημοσιεύεται μεγάλο μέρος της Αληπασιάδος του Χατζησεχρέτη.
4.Γ. Σιορόκας, Άγνωστη διασκευή της «Αληπασιάδας» του Χατζή Σεχρέτη. Μια ιστορική προσέγγιση, Ιωάννινα 1983.
5.Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
6.aktines