Ὁμιλία τοῦ Προηγουμένου
Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
στο Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου
την Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
στο Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου
την Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Ἄς μή βρέξει ποτέ
τό σύννεφον, καί ὁ ἄνεμος
σκληρός ἄς μή σκορπίσει
τό χῶμα τό μακάριον
πού σᾶς σκεπάζει.
Ὦ γνήσια τέκνα τῆς Ἑλλάδος
τέκνα ψυχαί πού ἐπέσατε
εἰς τόν ἀγώνα ἀνδρείως,
τάγμα ἐκλεκτῶν Ἡρώων,
καύχημα νέον.
(Ἀνδρέας Κάλβος)
Αὐτό τό λαμπρό καύχημα, τό τάγμα τῶν ἐκλεκτῶν ἡρώων τοῦ 1821 τιμοῦμε σήμερα, καί τούς ἀποδίδουμε τόν δίκαιο καί πηγαῖο ἔπαινο καί τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μας. Ἀποδίδουμε τόν δίκαιο ἔπαινο σ’ αὐτούς πού γέννησαν μέ τό αἷμα τους καί μέ τό δάκρυ τῆς ψυχῆς τους τήν λευτεριά τῆς ἱερῆς μας γῆς, τῆς εὐλογημένης μας πατρίδος. Σ’ αὐτούς πού πῆραν τά ὅπλα καί ἐπαναστάτησαν ἐνάντια στόν ζυγό τοῦ ὀθωμανοῦ κατακτητῆ.
Καί τούς ἀποδίδουμε τόν δίκαιο αὐτό ἔπαινο σήμερα, πού, ἀντίθετα μέ τήν εὐχή τοῦ ποιητῆ Ἀνδρέα Κάλβου, «σύννεφα σκοτεινά καί ἄνεμοι σκληροί» ἀπειλοῦν μέ τόν τρόπο τους νά σκορπίσουν «τό χῶμα τό μακάριον πού τούς σκεπάζει».
Εἶναι τά σκοτεινά σύννεφα τῆς ὑποτέλειας, τῆς ξενομανίας, τοῦ ραγιαδισμοῦ καί τοῦ γραικυλισμοῦ. Εἶναι ἡ καταιγίδα τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τῆς ἱστορικῆς ἀλλοίωσης καί παραχάραξης, τῆς παραγραφῆς καί τῆς λησμοσύνης. Εἶναι οἱ σκληροί ἄνεμοι τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τῆς εὐμάρειας, τῆς εὐδαιμονίας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐζωΐας καί τῆς ἀσφάλειας.
Εἶναι τό σύνδρομο τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ψευτοδιανόησης, πού ἔχει ἀλλοτριώσει τήν λεγόμενη «πνευματική ἡγεσία» τοῦ τόπου μας καί τήν ὁδηγεῖ στήν ἄρνηση τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, στήν ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καί τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, στήν ἀπαξίωση τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ γένους μας, στήν ἀμαύρωση ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν ἴδιων τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τῆς φυλῆς μας.
Ἐμεῖς, ὅμως, δέν παύουμε νά τό βροντοφωνάζουμε καί νά τό διακηρύττουμε πρός πᾶσα κατεύθυνση ὅτι εἴμαστε ὑπερήφανοι καί δοξάζουμε τόν Πανάγαθο Τριαδικό Θεό μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαγχνίᾳ Του εὐδόκησε νά γεννηθοῦμε σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη Πατρίδα, τήν Ἑλλάδα μας, τήν τόσο δοξασμένη μά καί τόσο πονεμένη. Νά γεννηθοῦμε Ἕλληνες καί Ὀρθόδοξοι, Ρωμηοί, σέ μιά Πατρίδα, πού κάθε σπιθαμή τῆς γῆς της εἶναι ποτισμένη μέ τά ἱερά αἵματα πολυάριθμων μαρτύρων, ἱερομαρτύρων καί ἐθνομαρτύρων. Σέ μία ἁγιασμένη γῆ πού τήν προστατεύει ἡ Κυρία μας Θεοτόκος καί τήν περιφρουροῦν νέφη ἁγίων. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι καί ὑπερήφανοι πού γεννηθήκαμε σέ μία χώρα ἡρώων καί ἁγίων καί φέρουμε στούς ὤμους μας τήν πολύτιμη, μά καί βαρειά κληρονομιά πού διέσωσαν καί μᾶς μετέφεραν μέ τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Τό μαρτυρικό τους αἷμα, πού ἔχει ποτίσει κάθε γωνιά τῆς Πατρίδας μας, κάθε χωριό... καί πόλη, κάθε κορυφή καί κάθε λαγκαδιά καί πού τούς καθιστᾶ ἀκοίμητους φρουρούς καί προστάτες τῶν συνόρων μας καί τῆς ἐλευθερίας μας. «Τούτων τά πνεύματα ὡς νέφος ἡμῖν ὧδε περίκεινται καί τῶν ὀστέων αὐτῶν οἱ τύμβοι τά ὅρια τῆς πατρίδος γῆς φυλάττουσι, τά δέ αὐτῶν τίμια αἵματα τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν τό δένδρον ἀρδεύουσιν», διαβάζουμε στήν ἐπιμνημόσυνη Δέηση ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων.
Αὐτούς τούς ἥρωες τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ γένους μας, τούς μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, τούς ὑπερασπιστές τῶν ἐθνικῶν μας δικαίων καί ἰδανικῶν τιμοῦμε σήμερα καί τούς ἀποδίδουμε τόν δίκαιο καί ἐπιβεβλημένο ἔπαινο καί εὐγνωμοσύνη. Ἡ ἀπόδοση φόρου τιμῆς στούς ἀγωνιστές τοῦ 1821 ἐκτός ἀπό ἐκδήλωση ἐθνικῆς εὐγνωμοσύνης εἶναι ταυτόχρονα καί μιά πράξη πού ἔχει σκοπό τήν ἐνθάρρυνση ὅλων μας καί ἰδιαίτερα τῶν νέων μας γιά παρόμοιους ἀγῶνες καί θυσίες, ἄν χρειασθεῖ.
Τιμώντας τούς συντελεστές καί πρωτεργάτες τοῦ ἐθνικοῦ θαύματος τοῦ 1821 δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι τό θαῦμα αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα πίστεως στόν Θεό, πού ἐγγυᾶται τήν ἐπιτυχή ἔκβαση τοῦ μεγάλου καί τολμηροῦ ἐγχειρήματος τῆς ἀποτινάξεως τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
«Παιδιά μου, πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστιν σας καί νά τήν στερεώσετε», προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τούς νέους, «διότι ὅταν ἐπιάσαμεν τά ἅρματα, εἴπαμεν πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος».
Καί κατά τήν μακρά περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν αὐτή πού κράτησε ὄρθιο τό Γένος, πού φρόντισε γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν ἑλληνοπαίδων, πού ἔθρεψε γενιές καί γενιές μέ τήν πίστη καί τήν προσμονή τῆς ποθητῆς ὥρας τῆς λευτεριᾶς, πού ἐκποίησε ἀκόμη καί τά ἱερά της κειμήλια γιά τήν οἰκονομική ὑποστήριξη τοῦ ἀγώνα, πού προσέφερε ὡς θυσία πλειάδα νεομαρτύρων, ἱερομαρτύρων καί ἐθνομαρτύρων στόν βωμό τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ.
Τό αἱματοβαμένο ράσο, οἱ ταπεινοί παπάδες καί οἱ καλόγεροι ἦταν τό σύμβολο τοῦ ἀδούλωτου φρονήματος καί τοῦ ἀγώνα γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Τά μοναστήρια καί οἱ ἐκκλησιές ἦταν τά κέντρα τῆς παιδείας, τά κέντρα τοῦ συντονισμοῦ, τά κέντρα φύλαξης πολεμικοῦ ὑλικοῦ, τά κέντρα τοῦ ἔνοπλου ἀγώνα. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ καρδιά τῆς σταυρικῆς πορείας, τοῦ Γολγοθᾶ τῶν Ἑλλήνων πρός τήν ἐθνική τους ἀνάσταση.
«Αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας –μαρτυρεῖ ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης- Ὅτι ἐκεῖ ἦταν οἱ τσεμπιχανέδες μας κι ὅλα τά ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅτ’ ἦταν παράμερον καί μυστήριο ἀπό τούς Τούρκους. Καί θυσίασαν οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, καί σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τόν ἀγώνα».
Ἡ ζωή τοῦ Ἕλληνα ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν πατρογονική πίστη του, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία, τήν«περιβεβλημένη ὡς πορφύραν καὶ βύσσον» τά αἵματα τῶν μαρτύρων προγόνων του. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως ξεχύθηκαν νά ξεριζώσουν αὐτή τήν πίστη ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα. Πόλεμος κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, ἀθεϊστικές καί ὑλιστικές θεωρίες (ἀκόμη καί ἕνωση ἀθέων ἱδρύεται αὐτό τό διάστημα ἐπισήμως στήν Ἀθήνα!), εἰρωνεία τῆς εὐσέβειας καί κάθε ἄλλο ἀντίθεο σχέδιο μπῆκε σ᾿ ἐφαρμογή.
Σέ ὅλους αὐτούς τούς ἀρνησιπάτριδες καί τούς γραικύλους τήν ἀπάντηση τήν δίνει μία ἀπό τίς ἡρωικώτερες καί εὐγενέστερες μορφές τοῦ ἀγώνα, ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης: «...καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι [Ἕλληνες] εἰς τοὺς ξένους, καὶ τοὺς παπάδες μας, ὁποῦ τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ἕλληνες».
Ἡ φωνή τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ἀντηχεῖ καί σήμερα εὐθύβολη καί στεντόρεια: «ντροπή Ἕλληνες»!!! Ντροπή στούς ἀρνητές τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, ντροπή στούς παραχαράκτες τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, ντροπή στούς ἀλλοτριωτές τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, ντροπή στούς βιαστές τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως. «Ντροπή Ἕλληνες», φωνάζει ὁ Μακρυγιάννης στούς ξεθεμελιωτές τῆς ἐθνικῆς μας συνοχῆς, στούς ὁδοστρωτῆρες τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, πού ἀδηφάγα καί μανιακά δέν σταματοῦν νά ξηλώνουν, νά ἀποκαθηλώνουν, νά γκρεμίζουν, νά ἀποσυνθέτουν θεσμούς, ἀξίες, σύμβολα, ἀρχές, ἰδέες, ἰδανικά μέ ὅποιο μέσο διαθέτουν καί μποροῦν νά χρησιμοποιήσουν, σχολικά βιβλία, ΜΜΕ, διαλέξεις, ντοκυμανταίρ (ὅπως τό ἐπαίσχυντο προσφάτως προβαλλόμενο ἀπό τόν τηλεοπτικό σταθμό τοῦ ΣΚΑΪ) καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀπό ὅποια θέση κι ἄν κατέχουν, εἴτε ὀνομάζονται Δραγώνα, εἴτε Ρεπούση, εἴτε Βερέμης, εἴτε Τατσόπουλος, εἴτε ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζονται.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά ἀντίθεα καί ἀνθελληνικά σχέδια πού ἐφαρμόζονται στίς μέρες μας εἶναι ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας καί ἡ συνολική ἀποδόμηση τῆς ἐθνικῆς μας παιδείας. Πρόκειται γιά μία ἐνορχηστρωμένη προσπάθεια, πού ἐκτυλίσσεται ἀπροκάλυπτα καί μέ ταχεῖς ρυθμούς καί εἶχε ὡς πρόσφατο «θύμα» της τήν ἐθνική μας παλιγγενεσία γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, τήν ἐπέτειο τῆς ὁποίας τιμοῦμε σέ λίγες ἡμέρες.
Ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ ἀφελληνισμοῦ ἀπειλεῖ νά ἰσοπεδώσει καί νά ἀναιρέσει ἀκόμη καί τά αὐτονόητα: τόν ἐθναρχικό ρόλο καί τήν πολύπλευρη προσφορά τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν ἀγώνα τοῦ 1821, τόν πόθο καί τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία ὅλων τῶν Ἑλληνῶν, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς προελεύσεως, τό φρόνημα, τό ἦθος καί τήν θυσία τῶν ἀγωνιστῶν, ἀκόμη καί αὐτή τήν βαρβαρότητα τοῦ κατακτητῆ καί τίς συνθῆκες καταπίεσης τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων!
Ἐπιχειρεῖ νά παραποιήσει τόν χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁ ὁποῖος ἦταν καθαρά ἐθνικοαπελευθερωτικός καί ὄχι ταξικός ἤ κοινωνικός, ὅπως κατά συρροήν προπαγανδίζεται στίς μέρες μας. Τόν ἐθνικοαπελευθερωτικό αὐτό χαρακτήρα τοῦ ἀγώνα τοῦ ’21 ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ἀρχιστράτηγός του, ὁ θρυλικός Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πού δήλωνε: «Σὰν μία βροχὴ ἦρθε σὲ ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ γραμματισμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, ὅλοι συμφωνήσαμε στὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ κάναμε τὴν ἐπανάσταση... Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἀπὸ ὅσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών τους εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος· ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο πλέον δίκαιος, Ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλον ἔθνος».
Ὁ σύγχρονος ὁδοστρωτήρας τοῦ ἀφελληνισμοῦ ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει ἀκόμη καί τίς ἐπιλογές, τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀποφάσεις τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ, πού ἔκανε τήν ἐπανάσταση καί πού διεκήρυσσε στήν πρώτη Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου τό 1826 ὅτι «ὁ λαός τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τά ὅπλα καί δέν ζητεῖ διά τῶν ὅπλων παρά τήν λαμπρότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μετά τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κλήρου κατεδιώκετο καί κατεφρονεῖτο ὑπό τῶν Τούρκων». Καί στήν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας τό 1827 διεκήρυττε, ἐπίσης, ὅτι «ὡς χριστιανοί οὔτε ἦτο, οὔτε εἶναι δυνατόν νά πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι ἀπό τούς θρησκομανεῖς Μωαμεθανούς, οἱ ὁποῖοι κατέσχιζαν καί κατεπάτουν τάς ἁγίας εἰκόνας, κατεδάφιζαν τούς ἱερούς ναούς, κατεφρόνουν τό Ἱερατεῖον, ὑβρίζοντες τό θεῖον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί μᾶς ἐβίαζον ἤ νά γίνωμεν θύματα τῆς μαχαίρας των, ἀποθνήσκοντες χριστιανοί ἤ νά ζήσωμεν Τοῦρκοι, ἀρνηταί τοῦ Χριστοῦ καί ὀπαδοί τοῦ Μωάμεθ. Πολεμοῦμεν πρός τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου μας».
Ἀλλά καί στά πρῶτα Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ Ἄστρους καί τῆς Τροιζήνας οἱ Ἕλληνες διεκήρυσσαν: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἰσί Ἕλληνες».
Ὁ σύγχρονος ὁδοστρωτήρας τοῦ ἀφελληνισμοῦ μέ μανιώδη ὁρμή ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει τήν ἀνδρειοσύνη καί μαρτυρική προσφορά τῶν ἀγωνιστῶν καί τῶν ἐθνομαρτύρων τοῦ Γένους μας τούς ὁποίους δικαίως καί ἐπιβεβλημένα τιμοῦμε καί ἐπαινοῦμε σήμερα. Νά παραγράψει ἀπό τίς μνῆμες τῶν Νεοελλήνων τήν φλογερή πίστη, τήν λεβεντιά, τόν πόθο γιά τήν ἐλευθερία τόσων καί τόσων ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων πού ἀφιέρωσαν τήν ζωή τους στόν μεγάλο καί ἱερό σκοπό τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους, πού πάσχισαν καί μόχθησαν νά κρατήσουν ζωντανή τήν ψυχή τοῦ βασανισμένου ραγιᾶ, νά κρατήσουν ζωντανή τήν πίστη του, τήν γλώσσα του, τήν ἐθνική του συνείδηση.
Ἐπιχειρεῖ νά ἀπαξιώσει καί νά ξεριζώσει ἀπό τήν μνήμη τῶν Νεοελλήνων πατριάρχες, ἐπισκόπους, παπάδες, καλογήρους, δασκάλους τοῦ Γένους, ἐμπόρους, ἀρματωλούς, κλέφτες, ὁπλαρχηγούς, καπεταναίους, πλοιάρχους καί πυρπολητές, ἡρωϊκές κόρες καί μητέρες, ὅλους ὅσοι ἀποτέλεσαν τήν θεία ἐκείνη «παρεμβολή τῆς παρατάξεως Κυρίου» καί τοῦ Γένους, ἄνθρωποι μέ πίστη στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ὅπλιζε μέ ὑπομονή, μέ θάρρος, μέ εὐψυχία, μέ ἐλπίδα, μέ πνεῦμα θυσίας, αὐτά πού ἦταν «τά μόνα φοβερά ὅπλα εἰς χείρας λαοῦ πολεμοῦντος πρός ἀπόκτησιν τῆς ἐλευθερίας του», ὅπως τόνιζε χαρακτηριστικά ὁ μάρτυρας τῆς ἐλευθερίας Ἀθανάσιος Διάκος.
Ἐπιχειρεῖ, ἡ σύγχρονη λαίλαπα τοῦ ἀφελληνισμοῦ, νά ἀπαξιώσει καί νά ἀμαυρώσει κορυφαῖα ἀναστήματα τοῦ πνεύματος καί λογίους τῶν γραμμάτων ὅπως εἶναι ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ ἱδρυτής τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, ὁ μαρτυρικός Πατριάρχης Ἅγιος Γρηγόριος Ε΄, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Ρήγας Φεραῖος, ὁ «φωτιστής τῶν σκλάβων» Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἱτωλός, ἡγέτες τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ Νικόλαος Σκουφᾶς, ὁ Ἀθανάσιος Τσακάλωφ καί ὁ Ἐμμανουήλ Ξάνθος πού ἵδρυσαν τήν Φιλική Ἑταιρεία, δημογέροντες καί ἐπικεφαλῆς τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, συντονιστές τοῦ ἀγώνα, πολιτικούς ὅπως οἱ Μαυρομιχάληδες, οἱ Δελληγιάννηδες, ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης, ὁ Κουντουριώτης, ὁ Μαυροκορδάτος.
Ἀτρόμητους καί ἀνυπότακτους πολεμιστές, πού ἀρνοῦνταν νά συμβιβαστοῦν μέ τίς ἐντολές τοῦ κατακτητῆ, ἥρωες τῆς κλεφτουριᾶς, πού ἀγωνίστηκαν ἐπάνω στίς ἐπάλξεις τῶν βουνῶν καί τῆς ἐλευθερίας. Ὁπλαρχηγούς, καπεταναίους, ἀτρόμητους ἀγωνιστές, ὅπως εἶναι ὁ θρυλικός Γέρος τοῦ Μοριᾶ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, οἱ Μποτσαραῖοι, ὁ Κωνσταντῖνος Κανάρης, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Ἐμμανουήλ Παππᾶς, ὁ Καρατάσος, ὁ Γεωργάκης Ὀλύμπιος, οἱ Ὑψηλάντες, ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης, ὁ Βισβίζης, οἱ Τζαβελαῖοι, ὁ Νικηταρᾶς, ἀλλά καί οἱ πρίν ἀπό αὐτούς Κατσαντώνης, Σταθᾶς, Νικοτσάρας, παπα-Βλαχάβας καί τόσοι ἄλλοι.
Ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, νέοι καί γέροι, δίνουν ὁ καθένας τόν δικό του ἀγώνα, κατά τίς δυνάμεις του, πού ξεπερνᾶ κατά πολύ κάθε προσδοκία καί ὑπολογισμό, καί ὁριοθετεῖ ἕνα νέο θαῦμα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἕνα θαῦμα ἀνδρείας, γενναιότητας, αὐτοθυσίας.
Οἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες γράφουν τή δική τους θαυμαστή ἱστορία. “Θαυμάζω τές γυναῖκες μας καί στ’ ὄνομά τους μνέω...”, γράφει ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ὑποκλινόμενος μπροστά στίς ἡρωΐδες τοῦ ’21 πού δέν ὑπολείπονται σέ κατορθώματα. Θρεμμένες μέ τόν προγονικό πόθο τῆς λευτεριᾶς, πνιγμένες ἀπό τό βρόχο τῆς μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μέ λαβωμένη στά στήθη τήν ἐθνική περηφάνεια, πονοῦν, ἀντιδροῦν, ἀποφασίζουν.
Σάν σύζυγοι, στάθηκαν τό ἠθικό στήριγμα τῶν ἀνδρῶν τους. Μοιράστηκαν μαζί τους τίς ἀμέτρητες θυσίες τοῦ πολύχρονου ξεσηκωμοῦ. Μπαρουτοκαπνισμένες, ματωμένες, μέ τό καριοφίλι στό χέρι, ζωσμένες φυσεκλίκια, πολέμησαν δίπλα στούς ἄνδρες τους, στή στεριά, στό βουνό, στή θάλασσα. Πολέμησαν παντοῦ μ’ ἄφθαστη ἀνδρειοσύνη, μέ ἐπιδεξιότητα, μέ τόλμη καί θυσία ὑπεράνθρωπη.
Σάν μάνες, βάσταξαν ψηλά τή δάδα τῶν ἰδανικῶν τῆς Φυλῆς καί μεταλαμπαδέψανε τή φλόγα στή συνείδηση τῶν παιδιῶν τους. Στρατιά ὁλόκληρη οἱ ἡρωΐδες. Ἐπώνυμες, ἀρχόντισσες, καπετάνισσες καί ἄσημες, ἄγνωστες, πού πῆραν ὅμως τούς τίτλους τῆς τιμῆς καί τά μετάλλια τῆς θυσίας ἀπ’ τούς καπνούς τῆς μάχης.
Ἡ Μαντώ Μαυρογένους, ἡ ἀρχόντισσα τῆς Μυκόνου, προσφέρει τήν τεράστια περιουσία της καί τή ζωή της ὁλόκληρη στίς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα, γιά νά πεθάνει ἀργότερα στήν ἐλεύθερη Πάρο, πάμπτωχη καί ἀδικημένη· ἡ θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ἡ ἀτρόμητη καπετάνισσα, πού γνωρίζει νά πολεμάει, νά διοικεῖ, νά ἐμψυχώνει· ἡ καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, ἀπό τήν Αἶνο τῆς Θράκης, πού σκοτώνεται ὁ ἄνδρας της πολεμώντας κι’ ἐκείνη σκουπίζει τά μάτια της μέ τήν ἄκρη τῆς μαύρης μαντηλοδεσιᾶς της κι’ ἀλύγιστη ἀπό τόν πόνο δηλώνει:“Ἄν ὁ ἄνδρας μου ἦταν βουλή τοῦ Θεοῦ νά χαθεῖ, τό μπρίκι του δέν θά μείνει χωρίς καπετάνιο. Θά τό κουμαντάρω ἐγώ! Βάζω ὅρκο πάνω στό λείψανό του πώς θά κρατήσω τή στερνή παραγγελιά του. Κι’ ἄμποτες καί τοῦ λόγου μου νά πάω ἀπό τόν ἴδιο θάνατο”.
Κι’ ἔπειτα ἡ Κρουστάλλω τοῦ Δούκα καί ἡ Δέσποινα Ἀρφανῆ ἀπό τά Ψαρά, ἡ Μαρία καί ἡ Ἀνθούσα Δασκαλογιάννη οἱ Κρητικοποῦλες, ἡ Ἀλεφάντω ἀπό τό Γαλαξίδι, θρεμμένες ὅλες μέ τῆς θάλασσας τό κύμα τό ἁλμυρό. Ἡ Μόσχω Τζαβέλαινα, ἡ γυναίκα τοῦ Λάμπρου, ἡ Χάιδω, ἡ κόρη τοῦ Γιαννάκη Σέχου, ἡ Δέσπω Μπότσαρη, ἡ Λένω Μπότσαρη, καί οἱ ἄλλες ἀξιοθαύμαστες Σουλιώτισσες πού προτίμησαν τόν θάνατο ἀπό τήν ἀτιμασμένη ζωή. Ἡ Χρυσάιδω ἡ Μεσολογγίτισσα, ἡ γυναίκα τοῦ Μήτρου Δεληγιώργη, πού κατά τόν κίνδυνο τῆς μάχης προκάλεσε τόν ἄνδρα της νά τήν σκοτώσει ὁ ἴδιος ἄν κινδυνέψει νά πέσει στά χέρια τῶν Τούρκων. Ἡ Βασίλω, ἡ γυναίκα τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, ἡ Χρυσάνθη Βορίλα, ἡ Χρυσάιδω Καραβαγγέλη, ἡ Γυφτογιάννενα, κόρη τοῦ Κουβαρᾶ, πού εἶχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ἄν καταλάβω τά δύσκολα θά βαστήξω κι ἕνα βόλι γιά τό κεφάλι μου. Σκλάβα στούς ἀραπάδες τοῦ Ἰμπραήμ δέ θά πέσω...». Κι’ οἱ Μανιάτισσες. Μιά ἀπ’ ὅλες τους παίρνει τό θάρρος ν’ ἀντιταχθεῖ στόν Μαυρομιχάλη, πού ἀπαίτησε νά φύγουν γιά νά σωθοῦν: «Σωστά τά λές, Καπετάνιε, μά ἀστόχησες πώς εἴμαστε Μανιάτισσες! Δέν πᾶμε πουθενά! Ἐδῶ θά μείνουμε νά πολεμήσουμε!». Κι’ ἔμειναν καί ἀνδραγάθησαν στή μάχη τῆς Βέργας.
Σουλιώτισσες, Μανιάτισσες, Μεσολογγίτισσες, γυναῖκες τῶν νησιῶν καί τῆς στεριᾶς. Κάθε γωνιά τῆς Ἑλληνικῆς γῆς ἔχει νά διηγεῖται πῶς τοῦτες οἱ γυναῖκες τρόμαξαν τή φύση καί στάθηκαν στόν ἀγώνα πολύτιμες.
Τό βαθύτερο νόημα καί ἡ οὐσία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 εἶναι αὐτό πού βάλλεται κατ’ ἐξοχήν στίς μέρες μας καί ἀπειλεῖται ἀπό τήν λαίλαπα τοῦ σύγχρονου ἀφελληνισμοῦ. Γιατί τό Εἰκοσιένα δέν εἶναι ἕνας ἁπλός χιλιομετρικός λίθος στό δρόμο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι μιά ἀφετηρία, ἕνα ξεκίνημα, μιά ἐθνική παλιγγενεσία. Ἕνας θεμελιώδης ὅρος δημιουργίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, πού μᾶς ζητεῖ νά τοῦ ἀφιερώσουμε τόσο τό συναίσθημα ὅσο καί τή γνώση μας. Γιά τόν σημερινό Ἕλληνα πρέπει νά στέκει τόσο ψηλά, ὥστε νά ἀγγίζει τή σφαίρα τοῦ μύθου. Νά γίνει θρύλος, ἐθνικό μνημεῖο, σύμβολο τῆς ἀγωνιστικῆς ἰδέας, πού συμπυκνώνει καί ἐκφράζει ὅλους μαζί τούς ἀγῶνες καί τά κλέη, ἀπό τότε πού ὑπάρχει συνείδηση ἑλληνική.
Ἀλλά τό Εἰκοσιένα δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη πολεμική ἐποποιΐα, πού ξανάφερε, δειλή ἔστω καί ἀκρωτηριασμένη, τήν πρώτη ἑλληνική ἀνεξάρτητη παρουσία στό νεότερο πολιτικό χάρτη τῆς Εὐρώπης, παρά τίς ἀλχημεῖες τῆς διεθνοῦς διπλωματίας καί τούς μικροϋπολογισμούς καί τίς συμφεροντολογικές προκαταλήψεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Ἦταν συγχρόνως καί τό ἱστορικό αἴτιο γιά ἕνα πλῆθος συνέπειες καί ἐπιδράσεις, πού προσδιορίζουν ἀποφασιστικά τή σύσταση καί τή ζωή τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἦταν μιά μεγάλη ἑλληνική πράξη, πού σφράγισε τή μοίρα ὄχι μόνο τῶν δημιουργῶν της ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐπιγόνων τους γιά πάντα. Ἦταν ἀγώνας, πού ὄχι μόνο στηρίζεται στό ἱστορικό παρελθόν μας καί τό δικαιώνει, ἀλλά προβάλλεται καί στό παρόν καί στό μέλλον μας γιά νά τό ἐπηρεάσει βαθύτατα.
Τό Εἰκοσιένα συνδέει δυναμικά καί ὁλοκληρωμένα τόν Νέο Ἑλληνισμό μέ τό δοξασμένο ἱστορικό παρελθόν του. Ἀποκαθιστᾶ, ἀναμφίβολα, κατά τρόπο ὁριστικό καί τελεσίδικο, τήν ἑλληνική ἱστορική συνέχεια. Μιά συνέχεια πού ἐξελίσσεται μέ ἀνάλογη λαμπρότητα καί ἡρωισμό μέ τόν Μακεδονικό Ἀγώνα τοῦ 1903-1904, τούς Βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-1913 καί τήν ἐποποιΐα τοῦ 1940-1.
Εἶναι ὁ προαιώνιος καί διαχρονικός πόθος τῶν Ἑλλήνων γιά ἐλευθερία καί ἐθνική ἀνεξαρτησία πού νικᾶ κάθε κατακτητή, ὑπερπηδᾶ κάθε ἐμπόδιο, παρακάμπτει κάθε ἀντιξοότητα, παραβλέπει στρατιωτικά καί ἀριθμητικά μεγέθη καί καταλήγει σέ νικηφόρα ἀποτελέσματα χάρη στήν θεόσδοτη ἀνδρειοσύνη τῆς ψυχῆς τῶν Ἑλλήνων. Τήν περιγράφει εὐφυέστατα καί χαρακτηριστικά ὁ Ἄγγελος Τερζάκης στήν Ἑλληνική Ἐποποιΐα τοῦ 1940-1941, ὅπου πολέμησε καί ὡς ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός: «...Δέν ἤξεραν (οἱ κατακτητές) πώς στή στεγνή καί ἀμάλαγη τούτη χώρα πού ἦρθαν, παράγεται ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἕνα ὀξύ πού λειώνει κάθε λῖπος, βάζει σέ σκληρή δοκιμασία κάθε στόμφο, κάθε κομπασμό καί ἀλαζονεία: Τό πνεῦμα τοῦ κριτικοῦ ἐλέγχου» (Ἄγγελος Τερζάκης, Ἡ Ἑλληνική Ἐποποιΐα τοῦ 1940-1941).
Ἄς ξέρουν οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, πού κρίνουν μόνο μέ τό μυαλό καί τά νούμερα, ὅτι «ἡ τύχη μᾶς ἔχει πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέ μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά». (Μακρυγιάννης)
«Μακάριος» λοιπόν «ὁ λαός ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός (Ψαλμ. Πη΄ (πθ΄), 1-5). Χαρά δηλαδή στό λαό πού ξέρει νά γιορτάζει τά μεγάλα γεγονότα τῆς Ἱστορίας του. Νά μεθᾶ ἡ ψυχή του ἀπό ἐθνική ὑπερηφάνεια. Νά κάνει ἆσμα καί παιᾶνα τούς ἡρωϊσμούς καί τίς θυσίες τῆς ψυχῆς του. Νά διδάσκει τήν ἀνδρεία καί τή φιλοπατρία τῶν προγόνων του καί νά φρονηματίζει τίς γενεές πού ἔρχονται. Ὁ λαός αὐτός δέν χάνεται ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Διότι ἔχει προορισμό στή ζωή καί ἔχει νά ἐπιτελέσει ἔργο στήν Ἱστορία. Ἔργο ὄχι πολεμικό, ὄχι ἔργο κατακτητικό, ἀλλά ἔργο εἰρηνικό καί ἐκπολιτιστικό, ἔργο «μεγάλης ἰδέας».
Ἔχουμε, λοιπόν, οἱ πάντες ὑποχρέωση νά τιμοῦμε καί νά σεβόμαστε τούς ἥρωές μας καί τήν Ἱστορία μας, ἀδιάσπαστη καί συνεχῆ διά μέσου τῶν αἰώνων, ὥστε νά ἐπιβιώσουμε ὡς Ἔθνος μέσα στήν χοάνη τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Ἐπιβάλλεται σθεναρή καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί στήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας, ἀντίσταση στήν περιθωριοποίηση καί τόν ὑποβιβασμό τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας, ἀντίσταση στούς σχεδιασμούς καί τίς ἐπιβολές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἀντίσταση στήν νέα ἠλεκτρονική φυλακή μέσῳ τῆς κάρτας τοῦ πολίτη καί τῶν ὑπολοίπων ἠλεκτρονικῶν καρτῶν, τίς ὁποίες ἀρνούμεθα νά παραλάβουμε. Ἀντίσταση παντί σθένει καί πάσῃ δυνάμει. Ἀντίσταση μέχρις ἐσχάτων.
Ἀντίσταση ὀργανωμένη καί ὄχι ἐπιφανειακή, πού θά στηρίζεται στόν προσωπικό μας ἁγιασμό καί τόν ἀναβαπτισμό μας, στά νάματα τῆς παραδόσεώς μας. Ἀντίσταση ὀργανωμένη σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο.
Ἄς κάνουμε τά σπίτια μας νέα κρυφά σχολειά κι ἄς γαλουχήσουμε τά παιδιά μας μέ τίς παραδόσεις τοῦ γένους μας ὑποκαθιστώντας ἐμεῖς τήν πλημμελή σχολική ἐκπαίδευση πού τούς παρέχεται. Νά προβάλουμε στά παιδιά μας τά πρότυπα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων μας, νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν φιλοπατρία, νά τούς διδάξουμε σωστά τήν γλώσσα μας καί τήν ἱστορία μας.
Νά γίνουμε οἱ ἴδιοι φορεῖς καί μεταλαμπαδευτές αὐτῆς τῆς παραδόσεως μέ συνέπεια καί εὐσυνειδησία στόν χῶρο ἐργασίας μας, στόν κοινωνικό μας περίγυρο καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη εὐκαιρία μᾶς παρέχεται.
Νά δραστηριοποιηθοῦμε μαχητικά καί ἀγωνιστικά δίνοντας ἀνά πᾶσα στιγμή μαρτυρία ὀρθοδοξίας καί ἑλληνισμοῦ. Νά καταστήσουμε σαφές σέ ὅλους αὐτούς πού κατεργάζονται τήν ὑπονόμευση τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας ὅτι θά μᾶς βροῦν ἀπέναντί τους ἀκλόνητους καί ἀμετακίνητους. Νά γνωρίζουν ὅτι ἡ νίκη, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας, θά εἶναι δική μας.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε τό δίδαγμα πού μᾶς δίνει ἡ ἱστορία τοῦ Γένους μας, μέ τά λόγια τοῦ ἐθνομάρτυρος Κυπριανοῦ, ἀρχιεπισκόπου Κύπρου (1756-1821), πού ἀπαντᾶ στόν Τοῦρκο Κιουτσούκ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ πώς θά ξεπαστρέψει ὅλους τούς Ρωμηούς ἀπό ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἐκφρασμένο ποιητικά ἀπό τόν ἐθνικό ποιητή τῆς Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη, σέ ἐλεύθερη διασκευή:
«Κιουτσούκ Μεχμέτ:
—“ Ἐπίσκοπε, ἐγώ τήν γνώμη μου ποτέ δέν τήν ἀλλάζω,
κι ὅσα κι ἄν πεῖς, μή θαρρευτεῖς ὅτι θά σέ πιστέψω˙
ἔχω στό νοῦ μου, ἐπίσκοπε, νά σφάξω, νά κρεμάσω,
κι ἄν ἠμπορῶ ἀπ’ τούς Ρωμηούς τήν Κύπρο νά παστρέψω.
Κι ἀκόμα κι ἄν ἐμπόρεγα τόν κόσμο νά γυρίσω,
θέ νά σφάξω τούς Ρωμηούς, ψυχή νά μήν ἀφήσω”.
»Ἐπίσκοπος Κυπριανός:
—“ Ἡ Ρωμιοσύνη εἶν’ φυλή συνόκαιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δέν ἐβρέθηκε γιά νά τήν ἐξαλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ἀπ΄ τά ὕψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη θέ νά χαθεῖ, ὅταν ὁ κόσμος λείψει.
Σφάξε μας ὅλους κι ἄς γενεῖ τό αἷμα μας αὐλάκι,
Κάμε τόν κόσμο μακελλειό καί τούς Ρωμηούς σφαχτάρια,
μά γνώριζε πώς, σάν κοπεῖ ἡ λεύκα ἡ δροσερή,
τριγύρω της πετάγονται τριακόσια παρακλάδια.
Τό ἄροτρο ὀργώνοντας θαρρεῖ τή γῆ πώς τρώει,
μά τό ἴδιο πάντα τρώγεται, τό ἴδιο καταλυέται”.»
Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν’ φυλή συνόκαιρη τοῦ κόσμου,
κανένας δέν εὑρέθηκεν γιά νά τήν ἰξηλείψη,
κανένας γιατί σκέπει την πού τ’ ἅψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν’ νά χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη.
(Βασίλης Μιχαηλίδης, Κύπρος)