Ο Γρηγόρης Λ ιακατάς ήταν γιος αρχ ι τσέλιγκα στον Κλεινοβό και γαμπρός του στρατηγού Νικολού Στουρνάρη από τα Κούτσαινα (Στουρναρέϊκα) Τρικάλων. Είχε άλλα τρία αδέρφια: τον Κώστα, τον Δημήτρη και Σωτήρη, καθώς και μια πανέμορφη αδερφή τη Δέσπω. Όλοι τους διακρίθηκαν στους αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Πάνω στον Κλεινοβό στην βορεινή πλευρά του και στην πλαγιά μιας ειδυλλιακής τοποθεσίας, που ονομάζεται «Λιβάδια», κοντά στο μοναστήρι του
Χρυσίνου και των Αγίων Αποστόλων, είχε το αρχοντικό του, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, όπως και η ονομασία που διασώθηκε: «Το μαντρί του Λιακατά».
Ο γέρο -Λιακατάς με τα πλούτη και την σωφροσύνη του, με την παλικαριά των παιδιών του και την προστασία του Αλή Πασά, ασκούσε μεγάλη επιρροή στα βλαχοκόνακα της περιοχής. Απ’ όλους τους γ ιούς ξεχώριζε ο Γρηγόρης. Συνεπαρμένος από τους κλέφτικους θρύλους, από τις ιστορίες που κάθε μέρα του διηγιόταν ο ηγούμενος του μοναστηριού, από τα τραγούδια των καπεταναίων του Ολύμπου, της Πίνδου και των Αγράφων ανδρώθηκε πριν από την ώρα του και πήρε δίπλα τα βουνά σαν αετός στην Πίνδο.
Ήταν η εποχή που είχαν αρχίσει να πληθαίνουν πάλι οι χάίνηδες (άρπαγες) στα κλεφτοχώρια της Πίνδου, γιατί οι Αρβανίτες του Αλή Πασά, που διαφέντευαν τις κλεισούρες και τα δασωμένα περάσματα, λήστευαν, βασάνιζαν και σκότωναν τον κόσμο.
Δεν ήταν κυνηγημένος, ούτε φτωχός όπως άλλα παλικάρια της κλεφτουριάς. Βγήκε στο κλαρί σαν τον Δίπλα και τους Κατσαντωναίους, γιατί ήθελε να πολεμήσει την Τουρκιά.
Εκεί ψηλά, πάνω στις απάτητες κορφές της Πίνδου, στις πλαγιές και στις ράχες, που τις σκέπαζαν όμορφα αδιάβατα και παρθένα δάση, κάτω από τα πανύψηλα έλατα, τις καταπράσινες οξιές, τους κέδρους και τα πλατάνια, ζούσε κι αντρειωνόταν τα καλοκαίρια ο Γρηγόρης. Εκεί πρωτάκουσε απ’ τούς κυνηγημένους φτωχούς βοσκούς το πικρό κλέφτικο τραγούδι:
« Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά’ναι φωτισμένα απτών κλεφτών τα κλάματα κι από τα μοιρολόγια»
Τα ροδοβαμμένα δειλινά με τα χρυσοστολισμένα ηλιοβασιλέματα τον έριχναν σε έκσταση. Οι γιγαντόσωμοι ίσκιοι των ελάτων, που παίρνανε παράξενες μορφές όσο πιο πολύ βυθιζόταν ο ήλιος, το ψιθύρισμα του αδύνατου ανέμου ανάμεσα στα φύλλα των πανύψηλων δέντρων βάραιναν γλυκά τα βλέφαρα του. Το τραγούδι και η φλογέρα των βοσκών, πλεγμένα αρμονικά με των κουδουνιών τον ήχο, συμπλήρωναν με την εξωτική τους υπόκρουση την εικόνα.
Εκεί πάνω μέστωσε το σώμα του Γρηγόρη και γέμισε η ψυχή του με αισθήματα. Από μικρός φαινόταν πως θα γινόταν πανώριο κι αντρειωμένο παλικάρι.
Κ ι αλήθεια, έγινε ένας άντρακλας ψηλός, σαν πλάτανος δεμένος, ένας ολοζώντανος πανέμορφος κολοσσός. Είχε μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, πλαισιωμένα με ζωγραφιστά πυκνά μαύρα φρύδια. Γι’ αυτό τον έλεγαν «Κάλεσσο» Το ξανθό μουστάκι του πάνω στο ροδοκόκκινο πρόσωπο του έδινε σ’ όλη του τη μορφή μια ιδιαίτερη χάρη κι ομορφιά, που τραγουδήθηκε νοσταλγικά απ’ όλη τη Ρούμελη.
Ως το 1816, παρ’ όλη τη φήμη που απέκτησε δεν έκανε τίποτα που να κινήσει τις υποψίες του Αλή Πασά και του καπετάν Στουρνάρη. που διαφέντευε το αρματολίκι του Ασπροποτάμου. Εκείνη όμως την χρονιά δύο σοβαρά γεγονότα του άλλαξαν τελείως την ζωή. Το ένα ήταν ο σκοτωμός ενός Αρβανίτη ληστή και το δεύτερο η αρπαγή της αδερφής του Δέσπως από ανθρώπους του Αλή Πασά και το κλείσιμο της στο χαρέμι της Λιθαρίτσας. Το πρώτο ήταν σοβαρό και θα προκαλούσε ασφαλώς την οργή του Βεζύρη, γιατί ο Αρβανίτης ληστής, που σκοτώθηκε, ήταν αδερφός του Ισμαήλ Μπέη Πρεμέτη, του πιστού του φίλου, αδιάφορο αν τον σκότωσε ο Γρηγόρης μέσα στη στάνη τους την στιγμή που προσπαθούσε να ξεκόψει τα καλύτερά τους πρόβατα. Το δεύτερο όμως το σκέπασαν οι Λιακατάδες, αν και πικράθηκαν πολύ που έχασαν από κοντά τους την μονάκριβή τους αδερφή την Δέσπω. Δε διαμαρτυρήθηκαν όμως, ούτε επαναστάτησαν, γιατί ανήκαν και αυτοί στο μεγάλο εκείνο μέρος της τότε κο ινής γνώμης που θεωρούσε πραγματικά σαν τιμή μια γυναίκα να βρεθεί κλεισμένη στα χαρέμια του Αλή Πασά.
Το αρματολίκι του Ασπροποτάμου την εποχή εκείνη ήταν ένα από τα οκτώ του Σαντζακίου των Τρικάλων. Ξαφνικά ο Αλή Πασάς το χώρισε στα δύο, στο Πόρτο-Κόλι με καπετάνιο τον Νικολό Στουρνάρη και στο Κλείνοβο-Κόλι με καπετάνιο τον Γρηγόρη Λιακατά. Ο Αλής ήθελε να τα έχει καλά με τους Λιακαταί- ους και, για να αυξήσει την επιρροή που είχανε σ’ όλη τη βορειοανατολική πλευρά της Πίνδου, υποχρέωσε τον Στουρνάρη να δώσει την θυγατέρα του Ευαγ- γελή γυναίκα στον Γρηγόρη. «Ο Αλή Πασάς – διηγιόταν ο Νικολός Στουρνάρης, στον μεγάλο αγωνιστή και ιστορικό της επανάστασης Νικόλαο Κασομούλη – με υποχρέωσε να δεχθώ εις το τμήμα του Κλεινοβού καπετάνιο τον Γρηγόρην Λιακατά, γαμβρόν μου τώρα, του οποίου είχε την αδερφή τόυ εις το Παλάτι, και διότι, νέος ων, εφόνευσεν εις την στάνη του ένα περίφημο κλέπτη, του έδωκεν την Κα- πιτανίαν. Μετά ένα χρόνον με υποχρέωσεν να δώσω την θυγατέρα μου Ευαγγελήν εις αυτόν. Ή έπρεπε να φύγω ή έπρεπε να ενδώσω. Αν και ο Γρηγόριος ήταν ένα βλαχάκι, δεν με εφάνη τόσον παράξενον να δώσω την θυγατέραν μου εις αυτόν, διότι τον θεωρούσα τίμιον νέον και όστις από την στάνην του έλαβεν τον τίτλον και όχι από την αυλή του Αλή Πασά. Το υποσχέθηκα, με τούτο ενδυνάμωσα πε- ρισσότερον και όλας τας υποθέσεις του ο Αλή Πασάς τας επιφόρτιζεν εις εμένα».
Η Ευαγγελή ήταν όμορφη και χαριτωμένη κόρη. « Όλα τα τέκνα του Καπ. Νι κολού ήταν ουραία. Εστόλιζαν την ερημίαν εκείνην των βουνών με την παρουσία των και ευαισθησίαν», γράφει ο αγ(ονιστής και ιστορικός Κασομούλης.
Ο Γρηγόρης είχε τότε όλες τις χάρες του πολεμιστή, τα μετρημένα λόγια, την ορμή, το φιλότιμο, την ομορφιά και την περηφάνια, την αγάπη της ζωής και την καταφρόνια του θανάτου.
Οι Έλληνες, οι Βλάχοι και οι Σαρακατσαναίοι την περιοχής του αρματολι- κιού του, υποδέχτηκαν το διορισμό του με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση.
Όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ κήρυξε «φερμανλή» τον Αλή Πασά και εξεστράτευσε εναντίον του το 1820, ο Γρηγόρης βρισκόταν στα Γιάννενα, στην Αυλή, μαζί με τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Διάκο, τον Ίσκο και τον Μπότσαρη. Τότε κατηχήθηκε και στη Φιλική Εταιρία από τον Τουρτούρη κι ορκίστηκε να χύσει το αίμα του για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Ελλάδας.
Όταν ήλθε η ώρα της Επανάστασης μαζί με τον πεθερό του Νικολό Στουρνάρη και τον Γεωργάκη Βελή Αγραφιώτη σήκωσε την σημαία στα Κούτσιανα στις 5 Ιουλίου του 1821. Έτοιμοςγια κάθε θυσία, δραστήριος και με άρτιο οργανωτικό πνεύμα, μάζεψε τότε όλους τους συγγενείς του βλάχους και Σαρακατσαναί- ους από το χωριό Κλεινοβό, Περλιάγκο, Κότορη, Λεπενίτσα, Καστανιά κι απ’όπου αλλού μπορούσε, 800 πάνω-κάτω παλικάρια κι άρχισε συστηματικά τον πόλεμο μαζί με τον Στουρνάρη.
Τα χωρ ιά του Ασπροποτάμου ελευθερώθηκαν αμέσως. Ο σκοτωμός όμως από τον Στουρνάρη 70 Τούρκων που βρέθηκαν σκορπισμένοι για την είσπραξη φόρων στα 67 χωριά της περιοχής έκανε έξω φρενών το Γρηγόρη Λιακατά, γιατί έγινε χωρίς καμιά αιτία και δικαιολογία και θεωρήθηκε ως βάρβαρη η πράξη αυτή του πεθερού του. Απείλησε δε πως θα τραβηχτεί στο αρματολίκι του, αν επαναληφθεί.
Η δύναμη των επαναστατών έφτασε σε λίγες μέρες τις 3.000. Τότε σκέφτηκαν να κατεβούν στα Τρίκαλα. Δεν πρόλαβαν όμως να εκτελέσουν την απόφαση τους, γιατί προδόθηκαν από τον οπλαρχηγό των Αγράφων Σταμούλη Γάτσο. Ο Γρηγόριος Λιακατάς όμως δεν τα έχασε. «Τ ις Κλεισούρες τώρα πρέπει να πιάσουμε,
Χριστόδουλε», είπε στο Χατζηπέτρο. Ο Στουρνάρης έμεινε κι αυτός σύμφωνος. Πράγματι οι Τούρκοι των Τρικάλων κίνησαν σε τρεις κολόνες κατά πάνω τους. Η μία προσπάθησε να ανοίξει τα στενά του Κλεινοβού, που τα υπεράσπιζε ο Λιακατάς. Η άλλη τη θέση Πρόδρομος, του Χατζηπέτρου και η Τρίτη τα στενά της Πόρτας, του Στουρνάρη. Όλες τους όμως οι επιθέσεις τους αποκρούστηκαν από τους επαναστάτες της Πίνδου. Στο μεγάλο αυτό ξεσηκωμό το Μέτσοβο, επειδή είχε γίνει στρατιωτικό κέντρο του Χουρσίτ Πασά, δεν επαναστατούσε.
-Να τους κάψουμε! Πρότεινε τότε σε μια σύσκεψη ο Χατζηπέτρος. Μονάχα έτσι θα κόψουμε το πέρασμα της Τουρκιάς από την Θεσσαλία στην Ήπειρο.
Την επιχείρηση ανέλαβε ο Λιακατάς. Ξεκίνησε με 700 δικούς του απ’τον Κλεινοβό και σε δυο μέρες έφτασε στην κορφή του χιονισμένου Ζυγού, στο Δοκί-μι, κοντά στο Μέτσοβο. Οι κοτσαμπάσηδες του Μετσόβου τα χάσανε. Δυο μέρες συζητούσαν και δύο νύχτες χωρίς ν’αποφασίζουν. Τελικά έστειλαν 2000 γρόσια στο Γρηγόρη μ’ ένα γράμμα και τον παρακαλούσαν να τα διαθέσει για τον αγά> να και να μη καταστρέψει ανώφελα τον τόπο τους.
Ο Λιακατάς συμφώνησε μαζί τους κι έκαψε μονάχα 183 χαμόσπιτα στα γύφτικα στον Αγιο Θανάση. Από εκεί πήγε στο Χαλίκι κι έκαψε τον Πύργο του Μιχαλάκη Φύλλου μαζί με τους Αρβανίτες που τον φύλαγαν. Από το Χαλίκι πήγε στο Προσγίλι και μετά στη Γότζιστα. Παντού φωτιά. Φωτιά και σ’έναν άλλο πύργο του Αλή Πασά κοντά στον Αραχθο. που χρησίμευε ως στρατιωτικός σταθμός. Οι Τούρκοι ανησύχησαν, τα’χασαν κι ενώ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, μαθεύτηκε η εκστρατεία του Δράμαλη και ο χαλασμός του Καρελιού (Ακαρνανίας). Οι περισσότεροι φύγανε, πήγανε ν’ ασφαλίσουν τις οικογένειες και ο Στουρνάρης με το Λιακατά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στον Κόρμπο και στα περ τουλιώτικα λιβάδια. Προσποιήθηκαν ότι δεν είχαν σκοπόν αποστασίας και, επειδή ο Χουρσίτ Πασάς είχε να ξεκαθαρίσει πρώτα αλλού λογαριασμούς, έρχονται σε διαπραγματεύσεις και συμφωνούν οι Τούρκοι «από το ποτάμι Σαλα- μπριάς και εδώθε να μη διαβαίνουν» και τα δίκαια ο ραγιάς να τα δίνει μόνος του. Από εδώ άρχισε το λεγόμενο από τους καπιταναίους «Καπάκι». Η συμφωνία αυτή έγινε στο χωριό Βοννέσι, απέναντι της Καρδίτσας μεταξύ Καραϊσκάκη, Σούλτζια Κόρτζια (Δερβέναγα των Τρικάλων και αντιπρόσωπο του Χουρσίτ) Στουρνάρη και Λιακατά. Στη συμφωνία αυτή αποφασίστηκε ακόμη να δοθεί στον Καραϊσκάκη το αρματολίκι των Αγράφων και να μην ξαναπατήσουν, ούτε να πλησιάσουν στα αρματολίκια των, ούτε να ζητήσουν τα υπέρογκα ποσά που είχαν δανειστεί οι αλβανοί δανειστές, που. σύμφωνα με τον Στουρνάρη, ως σκληροί τοκογλύφοι είχαν καταχρεώσει το λαό.
Ο Χουρσίτ πασάς ετοίμαζε σώμα 15.000 ανδρών και περίμενε με την πτώση του Μεσολογγίου να κινηθεί κατά των καπεταναίων. Αλλά και οι καπεταναίοι δεν πιάστηκαν στον ύπνο. Ο Νικόλαος Στουρνάρης επρόβλεπεν ότι είναι αδύνατο να ζήσουν με τους Τούρκους και ότι, όσα κι αν έκαναν αυτοί και κάμνουν, είναι όλα προσωρινά.
Το Νοέμβρη του 1822 θανατώνεται ο Χουρσίτ και με την ευκαιρία της παράλυσης των τουρκικών στρατοπέδων ο Λιακατάς και ο Στουρνάρης παίρνουν την απόφαση να στείλουν τις οικογένειές των στα Επτάνησα αυτοί και οι συγγενείς των. Αρνούνται όλοι και μόνον οι οικογένειες αυτών των δύο φεύγουν με πόνο στην ψυχή των. «Ξεκίνησαν τέλος πάντων, γράφει ο αγωνιστής Κασομούλης, τους ξεπροβοδήσαμεν έως εις ένα μέρος. Παράδοξον! Έκλαυσα τόσον εις τον χωρι- σμόν των, όσον δεν ενθυμούμην να έκαμα ούτε, όταν χώρισα από τον πατέρα μου. Κλαίγει ο καπετάνιος έως ότου σκαπέτησαν από το διάσελον, άμα εκρύβησαν έ- πεσεν να λιγοθυμήσει. Τον εβάσταξα, πλην έκλαιγα περισσότερον εγώ. Μαζί με τον Γρηγόρη μετέβημεν εις το Κορνέσι, όπου κατοικούσεν ο θείος του Γιαννάκης και πολλοί άλλοι συγγενείς. Ήλθαν όλοι προς παρηγορίαν.»
Ο Λιακατάς και ο Στουρνάρης χωρίς έγνοιες πλέον για τις οικογένειες των βάζουν σε καλύτερη τάξη τα πράγματα και ετοιμάζονται καλύτερα. Ο Σούλτζια Κόρτζια, απ’την ημέρα που έστειλαν έξω τις φαμελιές των οι καπεταναίοι δεν η- σύχαζεν. Στα μέσα Απριλίου του 1823 έφτασε στα Τρίκαλα και τοποθετήθηκε ο Σιλιχτάρ Μπόδας, αρχηγός της εκστρατείας εκείνων των μερών με έως 5.000 μισθωτούς και αμέσως ζήτησε από τους καπεταναίους να τον προσκυνήσουν. Όλοι απάντησαν αρνητικά. Τη ίδια εποχή απόσπασμα Σουλιωτών εισχωρεί στο αρματολίκι του καπετάν Γρηγόρη Λιακατά. που καταφέρνει και τους αποκλείει όλους. Αυτοί ομολογούν πως ήρθαν για βοήθεια και αφήνονται ελεύθεροι. Ο Καραϊσκάκης, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Τούρκων στέλνει στην Λάρισα ένα Σουλιώτη δεμένο ζωντανό ως τρόπαιο τάχα της κατά των κλεφτών προ ημερώv μάχης. Οι Τούρκοι όμως δεν εξαπατήθηκαν. Αφού προσποιήθηκαν, ετοιμάστηκαν και σε λίγες ημέρες κίνησαν κατά των Αγράφων και Ασπροποτάμου. Τη δύσκολη αυτή στιγμή ο Λιακατάς με το σώμα των Σουλιωτών, τους δικούς του και έως 400 του Στουρνάρη πιάνει αμέσως το στενό στην Κρύα Βρύση. «Το τόλμημα, σημειώνει ο Κασομούλης, ήταν άξιο του γενναίου Λιακατά. Κρίμα, τέτοιοι γενναίοι άντρες να μέναν αβοήθητοι απ’ ανίκανο Κράτος, και να μην είχαν έναν αρχηγό, που να συντονίζει τα κινήματά τους τα πολεμικά». Οι περί του Στουρνάρη, μετά την αρχική αναταραχή, ανασυντάσσοντα. Ο Καραϊσκάκης σύντομα συγκροτεί στρατόπεδο στην Οξιά με έως 4500 στρατιώτες γερούς. Και, ενώ είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν κατά των Τούρκων, αποσταλμένος του Σιλιχτάρ Μπόδα, φέρνει γράμμα με το οποίο ζητά να κλείσουν ειρήνη. Η αναταραχή τελείωσε και ο ανάστατος λαός πήρε το θάρρος και επέστρεψε να δει τις κατεδαφισμένες εστίες του. Το Περτούλι και το Βετερνίκο δεν γνωρίζονταν, είχαν γίνει γης Μαδιάμ απ’ τη φωτιά. Ήταν Μάης του 1823.
Η ειρήνη δεν κράτησε πάνω από 30 ημέρες και νέα εκστρατεία ετοιμάζεται με αρχηγό αυτή την φορά το Μαχμούτ Πασά της Σκόδρας με 20.000 Σκοδράνους Λατίνους και Αλβανούς. Ο Σκόδρας έτρεχεν ως ποταμός. Την 1η Ιουλίου του 1823 τοποθετήθηκε κοντά στον ποταμό Σαλαμπριά (Πηνειό) 2 ώρες μακριά και τους στέλνει τελεσίγραφο μέχρι τις 20 του μήνα να έρθουν να τον προσκυνήσουν. Ο Καραϊσκάκης ως συνήθως, του απαντά υβριστικά και αρνείται. Ο Στουρνάρης και Λιακατάς γρήγορα δραστηριοποιούνται, ενημερώνουν με γράμμα τον Καραϊσκάκη ότι κι αυτοί θα πολεμήσουν κι αμέσως εκκενώνουν ολόκληρο τον Α- σπροπόταμο. σχεδόν με τα ποντίκια του σπιτιού τους φορτωμένα.
Οι Τούρκοι στις 20 Ιουλίου ξεκινούν διηρημένοι σε τρία σώματα απ’τα οποία ένα 4.5-5.000 έφυγε κατά τον Ασπροπόταμο με αρχηγό τον Σούλτζια Κόρτζια, ο οποίος στις 23 του μήνα φτάνει και στρατοπεδεύει στου Κόρμπου το πηγάδι, όπου και συνάπτονται αψιμαχίες. Ο ασπροποταμίτικος λαός συνέχιζε γρήγορα- γρήγορα την κάθοδο του προ το Βάλτο. Εμπροσθοφυλακή όλων, αλλά και οπισθοφυλακή, ήταν 200 βλάχοι στρατιώτες του Γρηγόρη Λιακατά, βοηθούμενοι από άλλους 200 ελεύθερους πολίτες του Στουρνάρη. «Εξαπλώθη ο λαός, γράφει ο Κασομούλης, εις όλην αυτήν την κοιλάδα, τα ζώα παντός είδους και τα ποίμνια. Ο Στουρνάρης, βλέποντας την κατάστασην, ενθυμήθη τον Μωυσήν και με λέγει: – Δεν ομοιάζουμεν τώρα, παιδί μου, με τον Μωυσέαν, όστις έφευγεν από την Αίγυ- πτον με όλον τον λαόν, χωρίς να βλαφθεί ψυχή;» Έτσι ασφαλείς και καταδιωκό- μενοι έφτασαν στο Βάλτο και αρκετοί πέρασαν στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς οι βαλτινοί, με τις κλεψιές και αρπαγές των, έκαναν την ζωή των δύσκολη. Ο Σκόδρας, αναγκάζεται να δώσει αρκετές μάχες και τελικά στρατοπεδεύει απέναντι από το Ανατολικό (Αιτωλικό) και σε λίγο το πολιορκεί. Ο δρόμος για τον Ασπροπόταμο έμεινε ανοιχτός και όλοι οι ασπροποταμίτες επέστρεψαν και πάλι στα χωριά των. Ο Ασπροπόταμοςέχει πλέον προσκυνήσει. Βρισκόμαστε στο Νοέμβρη του 1823. Όμως του Λ ιακατά η αγάπη για την απελευθέρωση της πατρίδας δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Έτσι, αφού αφήνουν ο μεν τον Στέργιον Στουρνάρη ο δε τον Μήτρο Λ ιακατά ως αντικαταστάτες των, αναχωρούν και πάλι για την Ρούμελη και στις 24 Νοεμβρίου του 1824 φτάνουν στο Ανατολικό (Αιτωλικό). Η δημο- γεροντία του Ανατολικού και όλες οι αρχές πρόσφεραν την μεγαλύτερη περιποίηση στο Στουρνάρη και Γρηγόρη Λιακατά. Αργότερα τους ετοίμασαν και καταλύματα στο Μεσολόγγι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά με τον Μαυροκορδάτο, Πρόεδρο του Βουλευτικού και Διευθυντή στα δρώμενα της Δυτικής Ελλάδας. Εκεί βρίσκουν για λίγο ευκαιρία και επισκέφτηκαν τις οικογένειες των που βρίσκονταν στο νησάκι Κάλαμος της Επτανήσου, όπου βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες γυναικόπαιδα, προστατευόμενα φιλανθρωπικά από την Αγγλία. Του απονέμεται από τον Μαυροκορδάτο ο βαθμός του Χιλίαρχου. Τον καιρό εκείνο ο Καραϊσκάκης πέφτει στην δυσμένεια του κυβερνήτη και στο δικαστήριο, που στήνεται, ο Λιακατάς ορίζεται μέλος της στρατιωτικής επιτροπής και υποχρεώνεται να τον δικάσει. Μένει σχεδόν ουδέτερος και με την στάση του η θανατική ποινή, που ετοιμαζόταν για τον Καραϊσκάκη, μετατρέπεται σε αποκήρυξη κι αποπομπή του απ’ το Αιτωλικό, όπως υπαγόρευε ο Μαυροκορδάτος και έβγαζε την απόφαση, πριν αποφανθεί η επιτροπή. Ο Καραϊσκάκης αναχωρεί από το Αιτωλικό, πλην όμως, ίσως για αντεκδίκηση, κατευθύνεται προς το αρματολίκι των Αγράφων, που ήδη έχει δοθεί στον Ράγκο, και στη συνέχεια στο αρματολίκι του Α- σπροποτάμου, ακολουθούμενος από εκατοντάδες ή και χιλιάδες στρατιώτες, έτοιμους για πλιάτσικο.
Ο Λιακατάς και ο Στουρνάρης με εντολή του Κυβερνήτη εγκαθίστανται στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και παρακολουθούν τις κινήσεις του Καραϊσκάκη. Στις 10 Απριλίου του 1824 ξεκινούν για τον Ασπροπόταμο, ακολουθώντας τον κατά πόδας και στις 23 Απριλίου φτάνουν στα Περτουλιώτικα λιβάδια, όπου συγκροτούν στρατό γύρω στις 2500. Σκέφτονται να κινηθούν μαζί με τον Καραϊσκάκη κατά του Σούλτζε Κόρτζια των Τρικάλων και μετά να βαδίσουν για την Λάρισα, αλλά ο Καραϊσκάκης δεν τους εμπιστεύεται, γι’ αυτό συνεχίζουν να τον κυνηγούν και τον εγκλωβίζουν στο Πιρλιάγκο. Δίνουν μια σύντομη μάχη και τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την περιοχή και να βρει ανάπαυση στο Ναύπλιο.
Ο Ασπροπόταμος ηρεμεί και ο Λιακατάς παίρνει εντολή να είναι έτοιμος να κινηθεί με την πρώτη διαταγή. Ο Γρηγόρης επικοινωνεί με τους Γοτζιστινούς των Τζουμέρκων, οι οποίοι είναι έτοιμοι να επαναστατήσουν. Περιμένουν μόνο κάποιον να τους βοηθήσει να σηκώσουν τις φαμιλιές και τα πράγματά των. Με την παρακίνηση του Διευθυντή, αλλά και σε γνώση μόνο του Στουρνάρη, τα διοργανώνει ήσυχα κι αθόρυβα όλα μόνος του, καταφέρνοντας ακόμα να πάρει με το μέρος του και κάποιο παλιό του Κατσαντώνη κλέφτη, τουρκοχριστιανό, δήμιο του Αλή Πασά, που τώρα φύλαγε τα στενά του Μετσόβου, διορισμένος απ’τους Τούρκους. Νικόλαος Καψομούτης το όνομα του τρομερού και πρωτόγονου εκείνου ανθρώπου. Έτσι στις 26 Αυγούστου κίνησε κατά των Τζουμέρκων και μετά από έναν πόλεμο μπήκε στην Γότζιστα και προχώρησε έως έξω από τα Γιάννενα. Έκλεισε στον πύργο του Παλάσκα μερικούς Τούρκους και συνέλαβε τον ανιψιό του Ταχίρ Αμπάζη μαζί με άλλους 10 Τούρκους και 3 επισήμους, 2 από τους όποιους ήταν ο Καλεμ Τεπελένης και ο Μάνε Λιουζάτης. Ο Καψομούτης, με την ηρωική του πράξη να μπει μέσα στο νησί των Ιωαννίνων και να αρπάξει την σύζυγο και τα παιδιά του, τρόμαξε τους Τούρκους. «Και τα δυο αυτά χωριστά κατορθώματα, γράφει και πάλι ο Κασομούλης, (που φαίνεται πλέον πως πολύ θαυμάζει κι επαινεί τον Γρηγόρη Λιακατά), δοξάζουν ίσα και τον ευγενικό ήρωα Λιακατά και τον Αγριο, που έκρυβε στην άκρη της καρδιάς του την στοργή για τους δικούς του και δείχνουν τι έργα θαυμαστά θα μπορούσανε να βγάλουν πέρα όλοι εκείνοι άντρες, αν είχαν από πίσω τους, έναν αρχηγό να τους ενώνει και να τους εμπνέει». Οι Τούρκοι των Ιωαννίνων τα’χασαν, βγήκαν έξω και, επειδή ενοχοποιήθηκαν οι ντόπιοι Έλληνες, παρεκάλεσαν τον Λιακατά να τραβηχτεί, για να μην κινδυνέψει ο αθώος λαός. Έτσι ο Γρηγόρης, αφού ξεσήκωσε τους Γοτζιστινούς, έφυγε μαζί τους. αφήνοντας πίσω μία μόνο οικογένεια του Χρήστου Παππά με έως 15 μέλη. Φτάσανε στο Βουλγαρέλι, όπου ήταν η έδρα των επαναστατών Ράγγου και Στουρνάρη. Δυστυχώς το ηθικό του στρατού ήταν σε κακή κατάσταση, λιποταξία και απειθαρχία ήταν καθημερινό φαινόμενο. Το απόσπασμα του Ράγγου σε μια αψιμαχία έδωσε παράδειγμα φυγής που δυσαρέστησε το Λιακατά.
-«Εγώ δεν εντροπιάζομαι μαζί σας, ούτε μολύνω τον στρατό μου από τοιαύτα αισθήματα. Δια τούτο αναχωρώ» τους είπε κι έφυγε προς το τμήμα Κλεινοβού. Νέα εκστρατεία ετοίμασε και πάλι για τα βορεινά Τζουμέρκα, και στις 26 Σεπτεμβρίου φτάνει. Περνά τους Μελισσουργούς και καταστρέφει την Μιάρα, Λα- ψίστα, Θοδώριανα και μερικά, ακόμη χωριά τουρκοπατημένα. Ολιγόχρονη παραμονή στο αρματολίκι του, για να συνάξει τις εισφορές των πολιτών, και στις 10 Νοεμβρίου του 1824, αφού άφησε αντικαταστάτη του τον αδερφό του Μήτρο, αναχώρησε για το Μεσολόγγι. Στη διαδρομή κάποιος στρατιώτης του άρπαξε ένα πρόβατο από μία στάνη και την ώρα της φυγής ο Λιακατάς τον πυροβόλησε τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Μέγας φόβος κυρίευσε τους στρατιώτες του, που παραξενεύονταν για την μεγάλη του ευαισθησία στην ευταξία και δυσαρεστήθηκαν γι’ αυτό. Στις 25 Νοεμβρίου φτάνει στα Καλύβια των Σουβολακιωτών, όπου τον φιλοξενούν και την επομένη αναχωρεί για την δική του στάνη κοντά στην λίμνη Βραχωρίου, όπου με χαρά οι ποιμένες όλοι και οι βοσκοπούλες τον καλωσορίζουν. Παραμένει λίγες μέρες και στις 29 Νοεμβρίου αναχωρεί με τον Στουρνάρη. Φτάνουν στο Κούτζορο, περνούν στην Ευρούπολη, δειπνούν στην Καστανιά και την άλλη μέρα κοιμούνται στην βρύση Ζαχαράκη στο διάσελο Τριφύλλας. Την επομένη περνούν στον Κλειτζό και φτάνουν μετά στο Μεσολόγγι, όπου εγκαθίστανται οριστικά πλέον μαζί με τις οικογένειές των που επανήλθαν από τον Κάλαμο.
Εδώ κατηγορεί ευθέως τον Μαυροκορδάτο ότι καταχράστηκε τα εθνικά χρήματα και μαζί με άλλους οπλαρχηγούς τον αναγκάζει να λογοδοτήσει. 2-3 συνελεύσεις, που έγιναν στο Ανατολικό, δεν τελεσφόρησαν και η υπόθεση έκλεισε χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Τότε κατέφθασαν εκεί και οι αντάρτες του εμφύλιου σπαραγμού, των οποίων τη φύλαξη ανέλαβε ο Στουρνάρης, Μακρής και Λιακατάς, δίνοντας από 20 στρατιώτες στον στρατηγό Τζιόγκα, κατά προτροπή του Διευθυντή, έως ότου έλθει η απάντηση απ’την Κυβέρνηση .
Ιανουάριος του 1825. Ο Λιακατάς, Στουρνάρης και πολλοί άλλοι στρατηγοί και οπλαρχηγοί βρίσκονται στο Μεσολόγγι. Σε λίγο η κάθοδος του Κιουταχή εδώ και η διέλευσή του από την περιοχή των Τρικάλων αναγκάζει τους Ασπροποταμίτες και πιο πολύ τους συγγενείς του Στουρνάρη και Γρηγόρη Λιακατά να φύγουν και πάλι. προκειμένου να σωθούν. Έτσι όλοι οι συγγενείς του Λιακατά φεύγουν κακήν – κακώς κι έρχονται στο Μεσολόγγι. Οι συγγενείς και σύντροφοι αρματολοί του φτάνουν τους 350, εκτός των όσων κατέφτασαν μαζί των. 400 και πλέον ήταν του Στορνάρη.
Οι Μεσολογγίτες, βλέποντας τον κίνδυνο μπροστά των, διορίζουν στις 10 Απριλίου τον Νικόλαο Στουρνάρη αρχηγό στο Μεσολόγγι και συμπράκτορα τον Γρηγόρη Λιακατά. Ο Κιουταχής φτάνει στο Ανατολικό, πολιορκεί το φρούριο και μετά από δυο ημέρες αναχωρεί για το Μεσολόγγι, όπου έξω δίνει την πρώτη μάχη στις 13 Απριλίου, στην οποία σκοτώνεται ένας ξάδερφος του Λιακατά, Ζαρκάδας ονομαζόμενος, καθώς και άλλοι δύο.
Οι Μεσολογγίτες όλοι στέλνουν τις οικογένειές των στον Κάλαμο και ο Στουρνάρης παραδίδει την αρχηγία της φρουράς στο στρατηγό Μακρή ως Μεσολογγίτη και στη συνέχεια σε 7μελή στρατιωτική επιτροπή, στην οποία συμμετέχει και ο ίδιος με τον γαμπρό του Λιακατά.
Ο Κιουταχής αρχίζει να πολιορκεί στενά το Μεσολόγγι και καθημερινά ο κλοιός του σφίγγει περισσότερο. Οι πολιορκούμενοι αμύνονται με νύχια και με δόντια. Το Μεσολόγγι σκάπτεται από βόμβες του εχθρού. Οι προμαχώνες αμύνονται σθεναρά, ενώ μερικοί αρχίζουν να δειλιάζουν, ανάμεσα σε αυτούς και δύο αδέρφια του Στουρνάρη που φεύγουν για τον Ασπροπόταμο, παρασύροντας μαζί τους και αρκετούς στρατιώτες του, καθώς και μερικούς του Λιακατά με το σκεπτικό να σώσουν το αρματολίκι των, αφού τάχα βρεθούν αυτοί εκεί ως προσκυνημένοι.
Ο Λ ιακατάς αμύνεται πάνω στον προμαχώνα Τερρίμπιλε, που για τις σκληρές μάχες που γίνονταν σε αυτό, ονομάστηκε από τον μηχανικό Κοκκίνη: Τρομάρα.
Οι Τούρκοι συσσωρεύουν εμπρός του βουνό από χώμα και οι πολιορκούμενοι αναγκάζονται να δημιουργήσουν από μέσα αντ ι προμαχώνα. Σ’αυτόν τον δεύτερο προμαχώνα πέφτει βόμβα του εχθρού και θραύσματα χτυπούν στο μάτι το Γρηγόρη, που αναγκάζεται προς στιγμή να αποσυρθεί. Τον αντικαθιστά αμέσως ο Κώστας Βλαχόπουλος και μετά απ’αυτόν ο Κίτσιος Τζαβέλας, που ζήτησε να πάει μόνος του, ο ατρόμητος Σουλιώτης, επειδή ήταν το πιο επικίνδυνο μέρος.
Ο Λ ιακατάς μεταβαίνει προς το νησάκι Κάλαμο, να γιατρευτεί, αλλά οι Αγγλοι δεν επιτρέπουν την είσοδόν του και αναγκάζεται να μεταβεί στο νησάκι Πεταλά. Ήταν ωραίος ο Γρηγόρης και όταν έχασε το μάτι του έπεσε σε μεγάλη θλίψη.
«Εγώ πλέον αφού έχασα τον οφθαλμό μου, είναι περιττόν να ζω» έλεγε. Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε τον τραυματισμόν του με τους παρακάτω στίχους:
Με γέλασεν η χαραυγή της νύχτας το φεγγάρ ι και βγήκα νύχτα στο βουνό ψηλά στο κορφοβούνι. Βρίσκω λημέρια κλέφτικα, πολυχορταρ ιασμένα. Με πήρε το παράπονο, τα μάτια μου δακρύζουν. Εκεί ‘πεσα να κοιμηθώ Να πάρω λίγον ύπνο. Βάζω ντουφέκ’ προσκέφαλο και το σπαθί μου στρ(όμα. Ακούω τα πεύκα να βογκούν μ’ανθρώπινη λαλίτσα: Εσείς βουνά του κερατά βουνά τ’ ασπροποτάμου τους κλέφτες τ ι τους κάματαν, τον καπετάν Γρηγόρη; Αυτός πήγε και κλείστηκε στο δόλιο Μεσολόγγι. Μας είπαν πως λαβώθηκε μες το δεξί το μάτι. Μας είπαν δεν θα ξαναρθεί, δεν θα τον ματαδούμε. Για κλάψτε δέντρα και κλαριά και σεις κοντοραχούλες
κα ι τ ις οξ ιές να τρίζουν, ακούω και μ ια πέρδικα που σιγοτραγουδούσε και καταριόταν τα βουνά και σεις βουνά κλεφτό βουνά με τις κρυές βρυσούλες τι χάσαταν την κλεφτουριά, τον καπετάν Γρηγόρη.
Το Μεσολόγγι κρατά, και κρατά γερά. Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, που ζήτησε ο Κιουταχής την σύμπραξη του Ιμπραήμ, τίποτε δεν κατόρθωσε και, λόγω της λιποταξίας, το στράτευμά του λιγοστεύει και αναγκάζεται να περιορίσει τις εχθροπραξίες. Οι Έλληνες βρίσκουν ευκαιρία κι ανασυντάσσονται. Στις 25 Νοεμβρίου στέλνουν τον Στουρνάρη στο Ανατολικό, για να οχυρώσει τα νησάκια Ντολμά και Πόρο. Πολλά γυναικόπαιδα επιστρέφουν στο Μεσολόγγι και γίνεται το μοιραίο λάθος να ανεχθούν την παραμονή των εκεί.
Στο Ανατολικό, λόγω της ηρεμίας του μέχρι τώρα, έχει συσσωρευτεί μεγάλος αριθμός αργόσχολων και λουφατζήδων , που φυσικά δεν λείπουν σε κανέναν πόλεμο, και όχι μόνο δεν προσφέρουν κάτι στον αγώνα, αλλά ενοχλούν και αυτούς που βοηθούν. Όλοι αυτοί άρχισαν να ανησυχούν, όταν οι Τούρκοι τοποθέτησαν δύο βομβοβόλα και τρία πυροβόλα στο μέρος εκείνο για να βάλουν σε ανησυχία αυτούς που κατέφευγαν στο Ανατολικό.
Σε λίγο, μετά την επίσπευση της θεραπείας του, τοποθετείται αρχηγός του Ανατολικού ο Λιακατάς. θέλει να βάλει τάξη στην ζωή των εκεί ευρισκομένων στρατευμάτων, αλλά συναντά αντίσταση και οχλαγωγία. Αναφέρεται στην διοίκηση του Μεσολογγίου και ζητά την αντικατάστασή των ή την απαλλαγή του. Στέλλουν οι στρατηγοί απειλητική διαταγή για εκείνους, πλην εκείνες τις στιγμές δεν ωφελούσε.
12 Δεκεμβρίου και ο Ιμπραήμ εμφανίζεται στο Μεσολόγγι. Αρχίζει να προετοιμάζεται κι αυτός δραστήρια και σε λίγες μέρες με τον Κιουταχή πολιορκεί το Βασιλάδι και το κυριεύει, Το ημερολόγιο γράφει 25 Φεβρουαρίου 1826. Σειρά έχει ο Ντολμάς και η Κλείσοβα, που μετά από 3 ημέρες αρχίζει να τα πολιορκεί. 28 Φεβρουαρίου και η επικοινωνία με το Ανατολικό διακόπτεται. 8 το προοί και τα κανόνια βάζουν κατά του Ντολμά. 8 κανονιοστάσια στη σειρά πάνω στην ακτή και άλλα πολλά πάνω σε πλωτές σχεδίες, επίτηδες κατασκευασμένες από μέρες, βάζουν συνεχώς. Στην 1 μετά το μεσημέρι παύει ο κανονιοβολισμός και οι Μεσολογγίτες βλέπουν μόνο τον καπνό της μπαρούτης και αραιά – αραιά τουφε- κισμούς. Στις 29 τρεις Ανατολικιώτες, που σώθηκαν από την μάχη του Ντολμά, διηγούνται ως εξής τα γεγονότα:
«Ο Γρηγόρης Λ ιακατάς μαζί με τον Έπαρχον Γεώργιον Κανάριον, άμα είδε ότι αποσύρθηκαν οι βάρκες του εχθρού και μπήκαν στη λίμνη οι σχεδίες, έβγαλε ντελάλη ( κήρυκα ) όλοι οι στρατιώτες να βγουν να πιάσουν τον Ντολμά. Αυτός πήρε τους δικούς του και κίνησε αμέσως. Τον ακολούθησαν μερικοί από τους ντόπιους κανονιέρηδες και στρατιώτες κι όλοι μαζί γύρω στους 350 συμμαζώχτηκαν στον Ντολμά. 50 έβαλε στον Πόρο και τους άλλους στα ταμπούρια του Ντολμά, που τα ψήλωσε ακόμα λίγο. Πολλοί δεν τον ακολούθησαν, γιατί ήταν κακιωμένοι, επειδή ο Γρηγόρης δεν τους άφηνε να πειράξουν τον κόσμο. Ο Λιακατάς ξαναέστειλε να έρθουν και πάλι δεν ηθέλησαν. Ο Γρηγόρης έπειτα αποφάσισε και είπε εις τους στρατιώτες: -Ε, ορέ παιδιά, οι πολλοί και οι ναζιάρη- δες δουλειά δεν κάνουν. Εμείς (οι ολίγοι), όπου ευρέθημεν εδώ, ημείς θα βαστάξουμε, και αν ο Θεός βοηθήσει και νικήσουμε, η τιμή μένει εις ημάς και η ατιμία εις εκείνους. Μένετε λοιπόν (εσείς) να βαστάξουμεν; Ή πέστε μου να πάρω τα μέτρα μου. Βοήθεια άλλη, βλέπετε, καμίαν δεν έχουμε.
Του Γρηγόρη Λιακατά το σώμα, εώς 80, το αποτελούσαν τα ανίψια και άλλοι συγγενείς του, οι οποίοι ποτέ δεν τον εγκατέλειπαν.
Ο γραμματικός του Δημητρίου Μακρή, Θανάσης, λέει: – Είμαστε άντρες. Όπου και αν πηγαίνουμεν, πάντοτε πόλεμον θα έχουμεν. Αν πάρει τον Ντολμά ο εχθρός, τι χρησιμεύει το Ανατολικόν; Κι εκεί κι εδώ πόλεμος και θάνατος. Κάλιο, λοιπόν, τίμιος θάνατος εδώ, παρά μέσα εις το Ανατολικόν, μπερδεμένοι (μάλιστα) με τις γυναίκες μας.
Όλοι αποφάσισαν και έδωσαν το λόγο της τιμής των εκεί να πολεμήσουν, αν κινηθεί κατ’ αυτών ο εχθρός και ποτέ να μη ντροπιαστούν.
Το μεν Θανάσην, λοιπόν, τον διόρισε απέναντι της Φοινικιάς, μαζί με το σώμα το δικό του, εκεί ακριβώς όπου ήταν και τα κανόνια, τους δε λοιπούς διόρισεν εις κάθε ταμπούρι από ολίγους, όσους είχεν, εώς εις το ταμπούρι του άλλου στενού του Αγίου Νικολάου.
Ο Γρηγόρης εδιάλεξε 30 εκλεκτούς και εστέκετο να βλέπει και να δίδει βοήθεια.
Έφερεν και ταις πάσαραις και ταις έβαλεν εις τον Πόρον ο Ιμπραήμης, καθώς έπεσεν το βασιλάδι, έφερεν εκεί έως δέκα – δώδεκα κανόνια και βόμβες. Παραμονή της αποκριάς, την αυγή, έφερε τα στρατεύματά του, Αρβανίτες και Αράπηδες και εγιόμοσε τις βάρκες όλες, ανακατωμένα. Ευθύς εκκίνησαν πρώτα οι βάρκες από τον Πόρον και βγήκαν στην μύτη του Ντολμά όλοι, και όρμησαν κατά τα Ταμπούρια (προμαχώνες). Την ίδιαν ώρα ρίχτηκαν στο αυλάκι Άραβες και Αρβανίτες από το αντίθετο μέρος της Φοινικιάς. Αναψε το ντουφέκι. Οι αποβιβασθέντες στην μύτη του Ντολμά τσακίστηκαν με την πρώτη φωτιά και ξαναμπήκαν στις βάρκες. Οι άλλοι απ’ τα η Φοινικιά εχώνονταν συνέχεια στο νερό ώσπου γέμισε το αυλάκι και ετσακίστηκαν και εκείνοι. Εκείνοι έπειτα από τις βάρκες φέροντες γύρω-γύρω τα οχυρώματα, επροχώρησαν εις το μέρος του Αγίου Νικολάου το στενόν και ρίχτηκαν έξω. Αρχισεν ο πόλεμος από εκεί. Οι δικοί μας ήταν λίγοι και τραβήχτηκαν μέσα. Αφήνει ο Γρηγόρης τους άλλους εις την Φοινικιάν και τρέχει να δώσει βοήθεια, ενώ είχαν αποβιβαστεί έως 1000 περίπου Τούρκοι. Τρέχοντας λοιπόν με τα σπαθιά στα χέρια πιάστηκαν στο μέσον του νησιού με τους Τούρκους. Βλέπουν τους Τούρκους όσοι πολεμούν πίσω στο αυλάκι, βγάζουν τα γιαταγάνια, ορμούν επάνω και σφάζοντας και σφαζόμενοι τελείωσαν όλα και γλίτωσαν από κείνους μόνο δύο-τρεις. Εμείς τρυπώσαμε στο βάλτο και φτάσαμε ως εδώ, καθώς μας βλέπετε».
Εγώ, λέγει ο Κασομούλης, τους ρώτησα να μάθω για τον Γρηγόρη Λιακατά και μ’ είπαν ότι τον είδαν μαχόμενον με το σπαθί στο χέρι διασχίζοντας τους εχθρούς μαζί με άλλους 2-3 προς την ακροθαλασσιά.
Ο Γρηγόρης Λιακατάς, ο σταυραετός σκοτώθηκε. Όμως το πανέμορφο παλικάρι της Πίνδου δεν πέθανε, ζει! Ζει στις καρδιές των Ελλήνων. Η ψυχή του περήφανη, όπως και η λεβέντικη κορμοστασιά του, πλανάται ελεύθερη πάνω απ’ τα πανύψηλα έλατα του Κλεινοβού, καμαρώνοντας την ελεύθερη πατρίδα του.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Κάποιος Ασπροποταμίτης περαστικός απ’ το Αιτωλικό μας είπε πως τον είδε έξω απ’ την πόλη να στέκει λεβέντικα, ορθός, κοιτάζοντας αγέρωχα απέναντι το Μεσολόγγι και πως μια γριούλα κοντά στην ακροθαλασσιά του είπε αυτό το μοιρολόγι:
Ψηλά απ’ τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι γεράκι με δυο γράμματα απ’τους Λιακαταίους. Γυρίζ’ εδώ, γυρίζ’εκεί, γυρίζ’ όλη τη χώρα: -Μην είδατε τον Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη; -Πουλί μ’αυτός δεν είναι εδώ.
Εδώ μην τον γυρεύεις. Σύρε προς το Ανατολικό και πέτα στον Ντολμά. Εκεί θα βρεις πολλά κορμιά, σφαγμένα, λαβωμένα. Κι όποιο θα ειδείς λεβέντικο και ξανθομουστακάτο, εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γρηγόρη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΛΑΕΤΗΣ
Συνταξιούχος – Πρώην Δ/ντής του 1ου Δημ. Σχ. Καλαμπάκας